Τι σημαίνει η λήξη της κατάστασης έκτακτης ανάγκης σχετικά με την πανδημία; Ποια πρέπει να είναι η στάση μας σε αυτή τη νέα φάση
Μια ματιά τριγύρω, στους δρόμους, τα καταστήματα ή ακόμα και τα (συνωστισμένα) μέσα μαζικής μεταφοράς, θα ήταν μάλλον αρκετή για να συμπεράνει κανείς ότι η λήξη της παγκόσμιας κατάστασης έκτακτης ανάγκης από την πανδημία του κορωνοϊού που ανακοίνωσε ο Παγκόσμιος Οργανισμός Υγείας (ΠΟΥ), μάλλον πέρασε στα ψιλά γράμματα.
Δεν πρόκειται φυσικά για δική μας αποκλειστικότητα. Όπως σημειώνει σε άρθρο του ο Simon Nicholas Williams, Λέκτορας Ψυχολογίας στο Πανεπιστήμιο του Swansea, από το περασμένο ήδη έτος δύο μόλις στους πέντε Βρετανούς δήλωναν ότι τους απασχολεί το ζήτημα της πανδημίας σε σχετική δημοσκόπηση. Και αυτή η ακραία χαλάρωση, όπως και η αίσθηση ότι ο ιός έχει εξαλειφθεί, εξώθησε σε περαιτέρω διευκρινήσεις από φορείς υγείας όπως ο δικός μας Εθνικός Οργανισμός Δημόσιας Υγείας (ΕΟΔΥ), ο οποίος διευκρίνισε ότι ο ΠΟΥ δεν κήρυξε το τέλος της πανδημίας, αλλά ανέφερε τη μετάβαση σε μια νέα φάση διαχείρισής της.
Παρότι λοιπόν ο πανδημικός χαρακτήρας της COVID-19 παραμένει και κάθε χώρα θα ακολουθεί τη δική της στρατηγική διαχείρισης -όπως το τέλος του υποχρεωτικού εμβολιασμού για την είσοδο στις ΗΠΑ όταν στη Βρετανία οι ειδικοί ζητούν να επιστρέψουν οι μάσκες στα μέσα μεταφοράς-, είναι σημαντικό αυτό που υπογραμμίζει ο Williams, ότι «για την παγκόσμια κοινότητα δημόσιας υγείας, πρόκειται για ένα γεγονός μνημειώδους σημασίας, το οποίο ολοκληρώνει τη φάση έκτακτης ανάγκης που ξεκίνησε στις 30 Ιανουαρίου 2020».
Τι σημαίνει όμως αυτή η μετάβαση στη νέα εποχή της πανδημίας; Όπως και άλλοι επιστήμονες του συμπεριφορισμού, ο Williams παρακολουθεί τη στάση του κοινού απέναντι στην πανδημία τα τελευταία τρία χρόνια και, όπως σύμφωνα με κάποια προδημοσιευμένα συμπεράσματά του, ήταν πολλοί οι συμμετέχοντες που μέχρι το καλοκαίρι του 2022 ένιωθαν ότι η πανδημία είναι μια «μακρινή ανάμνηση» ή κάτι που «δεν συνέβη ποτέ».
Επιστροφή στις παλιές συνήθειες
Μάσκες, αποστάσεις και μέτρα υγιεινής όπως το πλύσιμο των χεριών ακολούθησαν τον δρόμο προς τη λήθη όταν ανακοινώθηκε το τέλος στην κατάσταση συναγερμού. Στη χώρα μας φερ’ ειπείν, η χρήση μάσκας είναι υποχρεωτική σε δομές υγείας μόνο.
Η προσήλωση στα μέτρα προστασίας κατά την περίοδο της πανδημίας και η εγκατάλειψή τους σχεδόν άμεσα με το πέρας του μεγάλου κινδύνου, αναδεικνύει σύμφωνα με τον Williams την προσαρμοστικότητά μας αφενός, τη δύναμη του περικειμένου αφετέρου, όπως διαμορφώνεται από συνειρμικά στοιχεία -π.χ. επισημάνεις στους τοίχους για χρήση μάσκας- και κοινωνικές νόρμες.
Ιδίως οι τελευταίες, τα κοινωνικά πρότυπα, ήταν το κλειδί για την επιτυχία της εμβολιαστικής εκστρατείας αλλά και τη γενικότερη τήρηση των μέτρων προστασίας. Με την αλλαγή των παραπάνω και παράλληλα την αύξηση της εμβολιαστικής κάλυψης, άρχισαν να αλλάζουν και οι ατομικές συμπεριφορές.
Αν όμως υπήρξε ένα στοιχείο της καθημερινής ζωής που δεν θα μπορούσε να μεταβάλει η πανδημία είναι οι κοινωνικοί δεσμοί, η ανάγκη για δια ζώσης επαφές. Σύμφωνα με τη θεωρία της κοινωνικής ασφάλειας που αντιλαμβάνεται το άγχος και την ευημερία ως προϊόντα βιολογικών, ψυχολογικών και κοινωνικών παραγόντων, η COVID αποτελούσε απειλή για τον «κοινωνικό ιστό που κάνει τους ανθρώπους ανθεκτικούς και μας κρατά ζωντανούς και υγιείς». Πράγματι, η ικανοποίηση από τη ζωή και η ευτυχία ήταν περιορισμένες κατά την περίοδο των αυστηρών lockdown και ανέκαμψαν με την απελευθέρωση κινήσεων και συναθροίσεων.
Ο κίνδυνος δεν έχει παρέλθει
Παρά το τέλος της έκτακτης ανάγκης, δεν πρέπει να ξεχνά κανείς κατά τον Williams τα επτά περίπου εκατομμύρια ανθρώπων που χάθηκαν από τον κορωνοϊό από το 2020, ούτε και όσους εξακολουθούν να αποτελούν ευάλωτες ομάδες. Ο ιός είναι ακόμη εδώ, μολύνει και, επιπλέον, ταλαιπωρεί με το σύνδρομο long COVID.
Στο μέλλον ωστόσο, καθώς σημειώνει, η βαρύτητα δεν θα πρέπει να δοθεί στην ατομική ευθύνη αλλά στην προετοιμασία κυβερνήσεων, ιδρυμάτων και οργανισμών υγείας. Ναι, παραμένει η ανάγκη υιοθέτησης συνηθειών για την προστασία της υγείας μας, αλλά η πρόληψη του κινδύνου βαρύνει τους αρμόδιους για τη δημόσια υγεία όπως με τη συστηματική αντιμετώπιση της παραπληροφόρησης, ή τη βελτίωση του εξαερισμού στα σχολεία, στους χώρους εργασίας και σε άλλους δημόσιους εσωτερικούς χώρους μεταξύ πολλών άλλων.