Τι ώρα πρέπει να τρώμε το τελευταίο γεύμα της ημέρας, με σκοπό τη διαχείριση του διαβήτη και τον έλεγχο του βάρους μας.
Ο διαβήτης τύπου 2 είναι ένας από τους μεγαλύτερους κινδύνους για τη ζωή των ανθρώπων, με τα στοιχεία του Παγκόσμιου Οργανισμού Υγείας να αναφέρουν ότι η νόσος ήταν υπεύθυνη τον θάνατο περίπου 2 εκατ. ατόμων παγκοσμίως, μόνο μέσα στο 2019.
Σύμφωνα με το Healthstat.gr, πρόκειται για μια νόσο που προκαλεί δυσλειτουργίες στα β-κύτταρα του παγκρέατος, με αποτέλεσμα ο οργανισμός να μην μπορεί να αξιοποιήσει την ινσουλίνη και έτσι τα επίπεδα σακχάρου στο αίμα να απορρυθμίζονται. Ο διαβήτης τύπου 2 είναι ο συχνότερος τύπος διαβήτη, καθώς απαντάται στο 95% των ασθενών με διαβήτη.
Αξίζει να σημειώσουμε ότι περιστατικά του διαβήτη τύπου 2 αυξάνονται με ανησυχητικό βαθμό, με το αμερικανικό CDC να προβλέπει αύξηση της τάξεως του 70% μέχρι το 2060. Κατά κύριο λόγο, η άνοδος αυτή οφείλεται στον δυτικό τρόπο ζωής, με μεγαλύτερους υπαίτιους την έλλειψη σωματικής άσκησης και -κυρίως- την διατροφή.
Ειδικότερα, η κακή διατροφή ενοχοποιείται για την εμφάνιση διαβήτη τύπου 2 στο 70% των ασθενών, σύμφωνα με μεγάλη ανάλυση που δημοσιεύτηκε στο επιστημονικό περιοδικό «Nature». Οι 4 παράγοντες που φαίνεται να παίζουν το μεγαλύτερο ρόλο είναι:
- Ανεπαρκής πρόσληψη τροφίμων ολικής άλεσης
- Υπερβολική κατανάλωση επεξεργασμένων υδατανθράκων
- Υπερβολική κατανάλωση επεξεργασμένου κρέατος – 20,3%
- Υπερβολική κατανάλωση μη επεξεργασμένου κόκκινου κρέατος – 20,1%
Ωστόσο, εκτός από το είδος της διατροφής, μεγάλη σημασία έχει και η ώρα κατανάλωσης των γευμάτων, για όσους θέλουν να διατηρήσουν τα επίπεδα του σακχάρου στο αίμα τους σχετικά σταθερά.
Τι ώρα πρέπει να τρώμε βραδινό για να μην ανεβαίνει το ζάχαρο
Σύμφωνα με μία μικρή μελέτη που δημοσιεύθηκε στο επιστημονικό περιοδικό «Endocrine Society’s Journal of Clinical Endocrinology & Metabolism», η κατανάλωση γευμάτων αργά το βράδυ μπορεί να συμβάλλει τόσο στην αύξηση του σακχάρου στο αίμα, όσο και στην αύξηση του βάρους.
Οι επιστήμονες μελέτησαν 20 υγιείς συμμετέχοντες (10 άνδρες και 10 γυναίκες), από τους οποίους ζητήθηκε να πέφτουν για ύπνο κάθε βράδυ στις 23:00. Στη συνέχεια, παρατήρησαν πώς οι εθελοντές μεταβόλιζαν το βραδινό τους εάν το λάμβαναν στις 18:00, συγκριτικά με τις 22:00. Γρήγορα διαπίστωσαν ότι ακόμα και αν οι συμμετέχοντες κατανάλωναν το ίδιο γεύμα, τα επίπεδα του σακχάρου στο αίματος ήταν υψηλότερα και η καύση του λίπους που πραγματοποιούσε το σώμα τους μικρότερη.
Πιο συγκεκριμένα, κατά μέσο όρο το ανώτερο επίπεδο γλυκόζης μετά το βραδινό γεύμα ήταν σχεδόν 18% υψηλότερο, ενώ η ποσότητα λίπους που κάηκε κατά τη διάρκεια της νύχτας ήταν μειωμένη κατά 10% για όσους έπαιρναν το βραδινό τους στις 22:00 σε σχέση με εκείνους που το έπαιρναν στις 18:00.
Αξίζει να σημειωθεί ότι οι επιστήμονες εικάζουν πως σε άτομα με παχυσαρκία, διαβήτη ή μεταβολικές διαταραχές, οι παραπάνω διαφορές θα μπορούσαν να είναι ακόμα πιο δραστικές.
Όπως εξήγησε σχετικά ο δρ. Jonathan C. Jun, καθηγητής στην Ιατρική Σχολή του πανεπιστημίου Johns Hopkins και ένας εκ των συγγραφέων της μελέτης:
«Αυτή η μελέτη μας δείχνει μια νέα οπτική και υποστηρίζει πως τρώγοντας το δείπνο μας αργά μειώνει την αντοχή του οργανισμού στη γλυκόζη, καθώς και τις ποσότητες λίπους που καίμε. Οι επιδράσεις ενός καθυστερημένου βραδινού διαφέρουν σημαντικά από άνθρωπο σε άνθρωπο και εξαρτώνται σε μεγάλο βαθμό από την ώρα που συνήθως πέφτουν για ύπνο. Αυτό μας φανερώνει ότι κάποιοι άνθρωποι μπορεί να είναι πιο ευάλωτοι από άλλους σε αυτή τη συνήθεια. Εάν οι επιδράσεις στο μεταβολισμό που παρατηρήσαμε συνεχίσουν να είναι παρούσες σε βάθος χρόνου, τότε τα γεύματα αργά το βράδυ θα μπορούσαν να οδηγήσουν σε σοβαρές επιπτώσεις, όπως ο διαβήτης και η παχυσαρκία».
Αν και δεν πρόκειται για την πρώτη μελέτη που δείχνει τις επιπτώσεις της κατανάλωσης φαγητού αργά το βράδυ, είναι γεγονός πως δεν έχουν γίνει αρκετές εξίσου λεπτομερείς έρευνες πάνω στο θέμα. Στα συμπεράσματα της μελέτης, οι ερευνητές τονίζουν την ανάγκη περισσότερων πειραμάτων για να διαπιστωθεί κατά πόσο αυτά τα αποτελέσματα θα μπορούσαν να μας επηρεάσουν σε βάθος χρόνου.
Με πληροφορίες: www.Healthstat.gr
Πηγή: iEidiseis.gr