Μια ειδικός διευκρινίζει τον ρόλο της κατανάλωσης πρόσθετων σακχάρων στο ενδεχόμενο ανάπτυξης διαβήτη, αποκαλύπτοντας ποιες επιλογές είναι πιο υγιεινές και κρατούν τον κίνδυνο μακριά
Ο διαβήτης περιγράφει την πάθηση που χαρακτηρίζεται από την αδυναμία του οργανισμού να ρυθμίσει αποτελεσματικά τα επίπεδα σακχάρου στο αίμα. Συχνά προκύπτει από την ανεπαρκή παραγωγή ινσουλίνης από το πάγκρεας ή από την ανάπτυξη αντίστασης στην ινσουλίνη από τα κύτταρα του σώματος ή τη συνύπαρξη των δύο παραγόντων. Αυτό οδηγεί σε επίμονα υψηλά επίπεδα σακχάρου στο αίμα, τα οποία συνδέονται με σοβαρούς κινδύνους για την υγεία, όπως καρδιακές παθήσεις, βλάβες στα νεύρα και στα νεφρά.
Υπάρχουν δύο κύριοι τύποι διαβήτη:
- Διαβήτης τύπου 1: Πρόκειται για μια αυτοάνοση πάθηση, όπου το ανοσοποιητικό επιτίθεται στο πάγκρεας, μειώνοντας την ικανότητά του να παράγει ινσουλίνη.
- Διαβήτης τύπου 2: Αυτός ο τύπος είναι πιο συχνός και χαρακτηρίζεται από μείωση της παραγωγής ινσουλίνης ή της ανταπόκρισης των κυττάρων στην ινσουλίνη, η οποία συχνά επηρεάζεται από τη διατροφή και τους παράγοντες του τρόπου ζωής.
Ο ρόλος της κατανάλωσης πρόσθετων σακχάρων στην ανάπτυξη διαβήτη
Όπως αναφέρει η διαιτολόγος – διατροφολόγος και ειδικός σε θέματα διαβήτη, Imashi Fernando σε άρθρο της στο Healthline, έχει διαπιστωθεί ότι η συχνή κατανάλωση σακχαρούχων ροφημάτων συνδέεται σημαντικά με αυξημένο κίνδυνο εμφάνισης διαβήτη τύπου 2. Μελέτες σε 175 χώρες έχουν δείξει συσχέτιση μεταξύ της κατανάλωσης σακχάρων και του κινδύνου εμφάνισης διαβήτη: Η υψηλή κατανάλωση αυξάνει τον κίνδυνο, ενώ η χαμηλότερη κατανάλωση έχει το αντίθετο αποτέλεσμα. Παρ’ όλο που είναι δύσκολο να διαπιστωθεί άμεση αιτιώδης συνάφεια, η σχέση μεταξύ της πρόσληψης σακχάρων και του κινδύνου διαβήτη είναι αξιοσημείωτα ισχυρή, με τους ερευνητές να επισημαίνουν ως πιθανούς μηχανισμούς τις επιβλαβείς επιδράσεις της φρουκτόζης στο ήπαρ και τον ρόλο της αύξησης του σωματικού βάρους που προκαλείται από την κατανάλωση σακχαρούχων τροφίμων και ροφημάτων.
Για τον μετριασμό των δυσμενών επιπτώσεων της υπερβολικής κατανάλωσης σακχάρων, οι Διατροφικές Οδηγίες των ΗΠΑ προτείνουν τον περιορισμό της κατανάλωσης σε ποσοστό όχι μεγαλύτερο του 10% της ημερήσιας θερμιδικής πρόσληψης.
Είναι σημαντικό να γίνεται διάκριση μεταξύ των πρόσθετων και των φυσικών σακχάρων. Τα φυσικά σάκχαρα, που εμπεριέχονται στα φρούτα και τα λαχανικά, δεν έχουν τις ίδιες βλαβερές συνέπειες με τα πρόσθετα σάκχαρα, επειδή απορροφώνται πιο αργά λόγω της περιεκτικότητάς τους σε φυτικές ίνες, γεγονός που αποτρέπει τις απότομες αυξήσεις του σακχάρου στο αίμα.
Τεχνητές γλυκαντικές ουσίες: Μια ασφαλέστερη εναλλακτική λύση;
Τα τεχνητά γλυκαντικά παρέχουν την επιθυμητή γλυκιά γεύση, χωρίς τις ανεπιθύμητες θερμίδες, καθιστώντας τα μια φαινομενικά ελκυστική επιλογή. Ωστόσο, έχουν συνδεθεί με την αντίσταση στην ινσουλίνη και τον διαβήτη τύπου 2, πιθανώς επειδή έχουν την τάση να ενισχύουν την επιθυμία για κατανάλωση γλυκών σνακ και να διαταράσσουν τους μηχανισμούς θερμιδικής αντιστάθμισης του οργανισμού.
Εκτός από την πρόσληψη σακχάρων, πολλοί άλλοι παράγοντες συμβάλλουν στον κίνδυνο εμφάνισης διαβήτη, όπως η παχυσαρκία, η σωματική αδράνεια, το κάπνισμα και οι γενετικές προδιαθέσεις. Η αντιμετώπιση αυτών των παραγόντων μέσω αλλαγών στον τρόπο ζωής, όπως η υιοθέτηση μιας διατροφής πλούσιας σε τρόφιμα ολικής αλέσεως, η τακτική άσκηση και η διατήρηση ενός υγιούς βάρους, μπορεί να μειώσει σημαντικά τον κίνδυνο διαβήτη.
Η ειδικός επισημαίνει, τέλος, ότι ενώ η υπερβολική πρόσληψη σακχάρων συνδέεται με αυξημένο κίνδυνο διαβήτη τύπου 2, αυτό αποτελεί μόνο ένα μέρος ενός ευρύτερου προβλήματος, που περιλαμβάνει τη συνολική ποιότητα της διατροφής, τον τρόπο ζωής και τους γενετικούς παράγοντες. Η υιοθέτηση υγιεινών διατροφικών επιλογών και αλλαγών στον τρόπο ζωής μπορεί να συμβάλει στον μετριασμό του κινδύνου και την ενίσχυση της υγείας του οργανισμού.