Με μέση ετήσια κατανάλωση 9,2 λίτρων αλκοόλ κατά κεφαλήν, οι Ευρωπαίοι είναι οι βαρύτεροι πότες στον κόσμο, σύμφωνα με σημερινή ανακοίνωση από το ευρωπαϊκό παράρτημα του Παγκόσμιου Οργανισμού Υγείας (ΠΟΥ).
«Η περιοχή της Ευρώπης συνεχίζει να κατέχει το καθόλου αξιοζήλευτο ρεκόρ για τα υψηλότερα επίπεδα κατανάλωσης αλκοόλ και τις σχετικές επιβλαβείς επιπτώσεις σε παγκόσμιο επίπεδο», δήλωσε ο δρ Γκόντεν Γκαλέα, αξιωματούχος του ΠΟΥ για την Ευρώπη τον οποίον επικαλείται η ανακοίνωση, με βάση τα τελευταία διαθέσιμα δεδομένα από το 2019.
Στις χώρες της ΕΕ «δεν έχουν υπάρξει σημαντικές αλλαγές στα επίπεδα κατανάλωσης αλκοόλ για περισσότερα από δέκα χρόνια», σημειώνει ο ΠΟΥ.
Οι κάτοικοι της αμερικανικής ηπείρου έρχονται στη δεύτερη θέση, σύμφωνα με την τελευταία έκθεση του ΠΟΥ που δημοσιεύθηκε τον Ιούνιο για την παγκόσμια κατανάλωση αλκοόλ, με 7,5 λίτρα κατά μέσο όρο σε ετήσια βάση.
Αναλυτικά, οι άνδρες είναι αυτοί που εμφανίζουν τη μεγαλύτερη κατανάλωση αλκοόλ στην Ευρώπη: 14,9 λίτρα ετησίως κατά μέσο όρο ή τέσσερις φορές περισσότερο από τις γυναίκες (τέσσερα λίτρα το χρόνο).
Ένας στους δέκα ενήλικες (11%) στην Ευρώπη πάσχει από κάποια διαταραχή που συνδέεται με το αλκοόλ και σχεδόν ένας στους 20 είναι εξαρτημένος από το αλκοόλ (5,9%), υπογραμμίζει το παράρτημα του ΠΟΥ στην Ευρώπη που συγκεντρώνει 53 χώρες στην Ευρώπη και την Κεντρική Ασία.
«Στην Ευρώπη, το αλκοόλ είναι η κύρια αιτία θνησιμότητας με περίπου 800.000 θανάτους κάθε χρόνο», σημειώνει ο ΠΟΥ.
Προκαλεί πολλές μη μεταδοτικές ασθένειες, όπως καρδιαγγειακά νοσήματα, καρκίνο, διαβήτη και χρόνιες παθήσεις του αναπνευστικού.
Αυτές οι ασθένειες «ευθύνονται για το 90% όλων των θανάτων στην περιοχή (που οριοθετείται από τον ΠΟΥ) και το 85% των ετών που οι ασθενείς αυτοί έζησαν με αναπηρία», σύμφωνα με τον ΠΟΥ.
Ο Οργανισμός καλεί τις ευρωπαϊκές χώρες «να αυξήσουν τους φόρους στα αλκοολούχα ποτά, να εφαρμόσουν παγκόσμιους περιορισμούς στο εμπόριο του αλκοόλ και να μειώσουν τη διαθεσιμότητά του».
Το αλκοόλ σκοτώνει 2,6 εκατομμύρια ανθρώπους κάθε χρόνο παγκοσμίως, αριθμός που παραμένει «απαράδεκτα υψηλός» για τον γενικό διευθυντή του ΠΟΥ Τέντρος Αντανόμ Γκεμπρεγέσους.
Πηγή: ΑΠΕ-ΜΠΕ