Μία νέα υποπαραλλαγή του κορονοϊού, η XEC, εξαπλώνεται στην Ευρώπη, όντως ισχυρότερη και προκαλώντας ανησυχία τους ειδικούς.
Το στέλεχος XEC εντοπίστηκε πρώτη φορά τον Ιούνιο στη Γερμανία και έχει ταυτοποιηθεί σε 15 χώρες σε τρεις ηπείρους. Σύμφωνα με επιστήμονες, η υποπαραλλαγή αυτή αναμένεται να είναι η κυρίαρχη σε λίγους μήνες όταν πέσουν οι θερμοκρασίες και ψυχράνει ο καιρός.
Recombinant variant XEC is continuing to spread, and looks a likely next challenger against the now-dominant DeFLuQE variants (KP.3.1.1.*).
— Mike Honey (@Mike_Honey_) September 15, 2024
Here are the leading countries reporting XEC. Strong growth in Denmark and Germany (16-17%), also the UK and Netherlands (11-13%).
🧵 pic.twitter.com/rLReeM9wF8
Ο καθηγητής Μοριακής Ιατρικής και αντιπρόεδρος του Ερευνητικού Ινστιτούτου Scripps στην Καλιφόρνια, δρ Έρικ Τόπολ, μιλώντας στους Los Angeles Times υπογράμμισε πως η XΕC «μόλις τώρα αρχίζει να εξαπλώνεται ανά την υφήλιο και εδώ» καθώς η διάδοσή της είναι ακόμα σε πρώιμο στάδιο στις ΗΠΑ και «αυτό θα πάρει πολλές εβδομάδες, δύο μήνες προτού κυριαρχήσει παγκοσμίως» προκαλώντας νέο κύμα κρουσμάτων.
H δρ Ελίζαμπεθ Χάντσον, επικεφαλής του τμήματος Λοιμωδών Νοσημάτων στο Kaiser Permanente της Νότιας Καλιφόρνιας, δήλωσε από πλευράς της πως οι ειδικοί υγείας θα συνεχίσουν να παρακολουθούν τις ερχόμενες εβδομάδες την εξέλιξη της εξάπλωσης της νέας υποπαραλλαγής.
Όπως είπε, κρούσματα της XEC έχουν ήδη αναφερθεί στη δυτική Ευρώπη, περιλαμβανομένης της Γερμανίας και της Ολλανδίας και μεταδίδεται γρήγορα.
Τα συμπτώματα
Η νέα υποπαραλλαγή του κορονοϊού προκαλεί συμπτώματα παρόμοια με εκείνα κοινών ασθενειών.
Οι περισσότεροι ασθενείς αναρρώνουν σε λίγες εβδομάδες, αλλά ορισμένοι χρειάζονται μεγαλύτερο διάστημα. Κάποιοι ίσως χρειαστεί να νοσηλευθούν σε νοσοκομείο.
Τα συνήθη συμπτώματα της XEC περιλαμβάνουν πυρετό, επίμονο βήχα, ανοσμία και αγευσία, δύσπνοια και αίσθημα κόπωσης ή εξάντλησης.
Παράλληλα, περιλαμβάνουν και συμπτώματα, που παραπέμπουν συνήθως σε κρύωμα, όπως πονοκέφαλος, πονόλαιμος, βουλωμένη μύτη καθώς και απώλεια της όρεξης, διάρροια και αδιαθεσία.