Συνεχίσθηκε η εισαγωγή αυξημένων ποσοτήτων φρούτων και λαχανικών - Από πού και τι αγοράζουμε
Σε υψηλά επίπεδα κινούνται οι εισαγωγές φρούτων και λαχανικών, οι οποίες το πρώτο δίμηνο του 2024 εμφανίζονται αυξημένες κατά 20,19%, ενώ οι κυριότερες προμηθεύτριες τρίτες χώρες είναι η Κόστα Ρίκα, ο Ισημερινός, η Αίγυπτος, η Νότια Αφρική και το Μαρόκο.
Οι μεγαλύτερες μεταβολές, ως προς τις ποσότητες, εντοπίζονται στα ακτινίδια με μια αστρονομική αύξηση που αγγίζει το …957,3%, στα μήλα κατά 236,04%, στις ντομάτες 206,8% και στα κρεμμύδια κατά 68,16%.
Ειδικότερα, το πρώτο δίμηνο οι εισαγωγές, με βάση προσωρινά στοιχεία της ΕΛΣΤΑΤ για το 2024, τα οποία επεξεργάστηκε ο Σύνδεσμος Εξαγωγέων Φρούτων και Λαχανικών Incofruit Hellas, οι ποσότητες που εισήχθησαν στην ελληνική αγορά έφτασαν 128.964 τόνους έναντι 107.302 τόνων το Α΄ δίμηνο του 2023.
Την ίδια στιγμή επανέρχεται στο προσκήνιο το αίτημα των εκπροσώπων του κλάδου των οπωροκηπευτικών για υποκατάσταση των εισαγόμενων από εγχώρια παραγόμενα φρούτα και λαχανικά, η οποία όπως χαρακτηριστικά επισημαίνουν, πρέπει να αποτελεί στρατηγικός στόχος της χώρας μας.
Αυξημένες κατά 20,19% οι εισαγωγές φρούτων και λαχανικών το Α΄δίμηνο του 2024
Τι δείχνουν τα στοιχεία
Ειδικότερα, οι εισαγωγές το Α΄ δίμηνο 2024, οι οποίες εμφανίζονται και στον παρακάτω πίνακα, έχουν ως εξής:
α) 63.467 τόνοι πατάτες έναντι 53.644 τόνων το 2023 (αύξηση κατά 18,31%) προερχόμενες από Αίγυπτο και ακολουθούν Κύπρος και Γαλλία (βάσει επίσημων στοιχείων 11μηνου).
β) 40.348 τόνοι μπανάνες έναντι 37.834 τόνων το 2023 (αύξηση κατά 6,6%), προερχόμενες από Ισημερινό και ακολουθούν Κόστα Ρίκα και Γουατεμάλα.
γ) 4.421 τόνοι κρεμμύδια έναντι 2.629 τόνων πέρσι (αύξηση κατά 68,16%) προερχόμενα από Αίγυπτο και ακολουθούν Ινδία και Αυστρία.
δ) 3.888 τόνοι μήλων έναντι 1.157 τόνων πέρσι (αύξηση κατά 236,04%) προερχόμενα από Βόρεια Μακεδονία και ακολουθούν Πολωνία και Σερβία.
ε) 2.112 τόνοι μανιτάρια έναντι 1.940 τόνων πέρσι (αύξηση κατά 8,87%) προερχόμενα από Πολωνία και ακολουθούν Ρουμανία και Ιταλία.
στ) 1.015 τόνοι ακτινίδια έναντι 96 τόνων το 2023 (αύξηση κατά 957,3%) προερχόμενα από Τουρκία, Iράν και Ιταλία.
ζ) 905 τόνοι πιπεριές γλυκοπιπεριές έναντι 649 τόνων το 2023 (αύξηση κατά 39,5%) από Ολλανδία και ακολουθούν Τουρκία και Βόρεια Μακεδονία.
η) 632 τόνοι ντομάτες έναντι 206 τόνων το 2023 (αύξηση κατά 206,8%), προερχόμενες κυρίως από Τουρκία.
Εκτός των παραπάνω εισήχθησαν και άλλα φρούτα και λαχανικά όπως π.χ αβοκάντο, κολοκυθάκια, λαχανικά κ.α.
«Η εισαγωγή νωπών φρούτων και λαχανικών δείχνει συνεχή ανάπτυξη του ξένου ανταγωνισμού τόσο στην χώρα μας όσο και στις λοιπές κοινοτικές αγορές», σχολιάζει ο ειδικός σύμβουλος του Incofruit Hellas Γιώργος Πολυχρονάκης.
Εκτόξευση εισαγωγών από τρίτες χώρες
Οι κοινοτικές εισαγωγές 2023 εκτιμώνται, σύμφωνα με τα στοιχεία της Eurostat, από τρίτες χώρες να έχουν εκτοξευθεί κατά 32,9% σε όγκο σε σχέση με το 2022, οι οποίες ανήρθαν σε 16,289 εκατ. τόνους. Αντίστοιχα, οι εισαγωγές του ενδοκοινοτικού εμπορίου είναι μειωμένες κατά 5,5% φτάνοντας τους 28,112 εκατ. τόνους.
Ειδικότερα, οι εισαγωγές φρούτων συνολικά (από τρίτες χώρες και ενδοκοινοτικά) έφτασαν τους 28,423 εκατ. τόνους αξίας 35,636 δισ. ευρώ σημειώνοντας μείωση κατά 1,7% και αύξηση κατά1,4% αντίστοιχα έναντι του 2022. Οι εισαγωγές λαχανικών σημείωσαν αύξηση κατά 2,9% φτάνοντας τους 13,930 εκατ. τόνους αξίας 20,209 δισ. ευρώ (αύξηση κατά 9%) έναντι του 2022.
Κυριότερες προμηθεύτριες τρίτες χώρες είναι κατά σειρά Κόστα Ρίκα, Ισημερινός, Αίγυπτος, Ν Αφρική, Μαρόκο κ.α.
Απορυθμισμένη αγορά
«Οι αυξημένες εισαγωγές της ΕΕ από τρίτες χώρες οφείλονται στη υφιστάμενη απόκλιση σε εργασιακά, κοινωνικά, περιβαλλοντικά θέματα, που υπάρχει μεταξύ κοινοτικών και μη κοινοτικών παραγωγών, η οποία προκαλεί συνεχή ανάπτυξη των εισαγωγών τόσο στην αγορά της ΕΕ όσο και στην ελληνική», εξηγεί ο κ. Πολυχρονάκης.
Σημειώνει δε, ότι οι εμπλεκόμενοι στον τομέα των οπωροκηπευτικών της ΕΕ λειτουργούν σε μια απορυθμισμένη αγορά, που εισάγει αγροτικά προϊόντα από τρίτες χώρες σε χαμηλές τιμές, γεγονός που ασκεί πτωτική πίεση στα αντίστοιχα παραγόμενα προϊόντα στην ΕΕ συμπεριλαμβανομένων και των παραγομένων στην Ελλάδα. «Αυτές οι παραγωγές στις τρίτες χώρες δεν συμμορφώνονται με τους εσωτερικούς κανονισμούς της ΕΕ και παρουσιάζεται μια αντίφαση και υποκρισία στην πολιτική δράση της ΕΕ, μεταξύ της εμπορικής πολιτικής και της κοινής αγροτικής πολιτικής της. Είναι ένας αθέμιτος ανταγωνισμός που υποσκάπτει τη βιωσιμότητα χιλιάδων αγροκτημάτων στην χώρα μας και την Ευρώπη».
Επιδεινώνονται τα προβλήματα
Όπως εξηγεί, η ΕΕ συνεχίζει να συνάπτει περισσότερες συμφωνίες ελεύθερων συναλλαγών με τρίτες χώρες, οι οποίες επιδεινώνουν τα προβλήματα της γεωργίας σε ολόκληρη την ΕΕ.
Γι’ αυτό ζητείται «το πάγωμα» των διαπραγματεύσεων συμφωνιών όπως η MERCOSUR, η μη επικύρωση της συμφωνίας με τη Νέα Ζηλανδία και «το πάγωμα» των διαπραγματεύσεων με τη Χιλή, την Κένυα, το Μεξικό, την Ινδία και την Αυστραλία.
Προτείνεται μάλιστα, η ΕΕ να υιοθετήσει την αρχή ότι οι εμπορικές συμφωνίες, που θα συζητούνται στο μέλλον θα πρέπει να ενσωματώνουν «κατοπτρικές ρήτρες», κατ’ εφαρμογή της αρχής της αμοιβαιότητας για την αποφυγή αθέμιτου ανταγωνισμού.
«Είναι απαραίτητο τα φρούτα και λαχανικά που προέρχονται από τρίτες χώρες να πληρούν τις ίδιες ποιοτικές προδιαγραφές που απαιτούνται για τους παραγωγούς (γεωργούς και κτηνοτρόφους) της ΕΕ, με ίσες συνθήκες εργασίας και ίδια χρήση φυτοπροστατευτικών προϊόντων, καθώς και να επιδιωχθεί όπως οι ελληνικές ελεγκτικές αρχές διενεργούν αυστηρούς ελέγχους για τήρηση των εμπορικών προδιαγραφών ποιότητος και μη ύπαρξης υπολειμμάτων φυτοφαρμάκων στα εισαγόμενα προϊόντα στην ελληνική αγορά με παράλληλη διασφάλιση της μη ελληνοποίησης τους», τονίζει ο κ. Πολυχρονάκης.
Επίσης παρεμφερείς έλεγχοι πρέπει να διενεργούνται και στα αποστελλόμενα-εξαγόμενα οπωροκηπευτικά προϊόντα προς διασφάλιση της φήμης των προϊόντων μας, που θα συμβάλλει στην περαιτέρω αύξηση των εξαγωγών τους.
«Είναι ζωτικής σημασίας να ανακτήσουν τα ευρωπαϊκά αγροτικά προϊόντα την βασική αρχή της ίδρυσης της ΕΕ την προτίμηση των ενωσιακών καταναλωτών για ανάκαμψη και βιωσιμότητα των καλλιεργουμένων εκτάσεων που εγγυάται την επισιτιστική κυριαρχία τους. Η έμφαση στην εγχώρια παραγωγή, η δημιουργία προστιθέμενης αξίας και η ιδιαιτερότητα της ποιότητας είναι η σωστή ελληνική εθνική στρατηγική», καταλήγει ο κ. Πολυχρονάκης.
Πηγή: in.gr