Οι ρητινοκαλλιεργητές στην Εύβοια περιγράφουν στο ethnos.gr τις δραματικές συνέπειες της καταστροφικές συνέπειες της φωτιάς η οποία δημιουργεί ένα ανεξέλεγκτο ντόμινο και απειλεί με ερήμωση τον τόπο τους
«Όλα είναι μια αλυσίδα. Όταν ένας κύριος κορμός σε μια κοινωνία καταστραφεί, παρασέρνει μαζί της όλο το υπόλοιπο οικοσύστημα. Και τη ζωή των ανθρώπων και των εργασιακών θέσεων. Είναι αλληλένδετα όλα αυτά».
Μ΄ αυτά τα λόγια συνοψίζει ο Βαγγέλης Γεωργαντάς, πρόεδρος του Σωματείου Ρητινοκαλλιεργητών Δασεργατών Ευβοίας την τραγωδία από την καταστροφική φωτιά στο νησί.
Η φωτιά που κατέκαψε σχεδόν όλη τη Βόρεια Εύβοια δημιουργεί ανυπολόγιστη οικολογική και οικονομική καταστροφή αλλά και ένα ντόμινο που όπως περιγράφουν στο ethnos.gr κάτοικοι και εργαζόμενοι των χωριών που επλήγησαν, θα φέρει ένα τεράστιο ανυπολόγιστες προκαλώντας αλυσιδωτές αντιδράσεις αλλά και δημιουργώντας υπαρκτό κίνδυνο να ερημώσει οριστικά μια τεράστια περιοχή.
Ρητίνη της Βόρειας Εύβοιας: Το 85% της ελληνικής παραγωγής
Η ρητίνη (το γνωστό ρετσίνι) που εκκρίνεται από τη χαλέπιο πεύκη, την ποικιλία των πεύκων που ευδοκιμούν στη λεκάνη της Μεσογείου, αποτελεί μια δυσεύρευτη και με τεράστια ζήτηση ουσία λόγω των πολυάριθμων εφαρμογών της.
Το κολοφώνιο και το ακατέργαστο νέφτι που αποτελούν τα δύο βασικά προϊόντα της χρησιμοποιούνται από απλά καθημερινά προϊόντα όπως νέφτι και πλαστικά ή τεχνητές οδοντοστοιχίες μέχρι ακριβά ακρυλικά χρώματα για πολυτελή οχήματα και υψηλής τεχνολογίες χρήσεις έως πυρηνικές κεφαλές, εξηγεί ο κ. Γεωργναντας ο οποίος μέχρι και πριν τις φωτιές στην Εύβοια ζούσε από τη ρητινοκαλλιέργεια στο χωριό του στη Σκεπαστή.
«Αυτή τη στιγμή στην Ελλάδα βγάζουμε 6.500 χιλιάδες τόνους περίπου, οι 5.500 χιλιάδες βγαίνουν στην Εύβοια. Είναι το 85% της πανελλαδικής παραγωγής», αναφέρει χαρακτηριστικά.
Τα πεύκα της Βόρειας Εύβοιας αποτελούσαν μέχρι να καούν τον βασικότερο τροφοδότη αυτής της πολύτιμης πρώτης ύλης.
«Από τις καταστροφικές φωτιές χάθηκε το 70% - 80% της παραγωγής της Εύβοιας. Ό,τι έχει απομείνει είναι στην κεντρική Εύβοια προς τη Χαλκίδα. Από την περιοχή του Μαντουδίου έως την Ιστιαία δεν υπάρχει τίποτα.
Αυτό στην πράξη σημαίνει ότι μένουν 800 οικογένειες στο δρόμο χωρίς δουλειά, και εκτός από αυτές τις 800 οικογένειες, όλα τα συναφή επαγγέλματα. Μεταφορείς, δύο βιοτεχνίες στην περιοχή, ο κόσμος που δούλευε στις επιχειρήσεις που έχουν να κάνουν με τη ρυτίνη, όλοι αυτοί καταστράφηκαν από το δικό μας το επάγγελμα. Δούλευαν υλοτόμοι, μάντρες με εμπορία ξύλων, δασαρχεία.
Από τα υπόλοιπα επαγγέλματα, δεν θα μπορέσει να δουλέψει ξανά η οικοδομή γιατί καταλαβαίνετε ότι αν φύγει όλος αυτός ο κόσμος, θα είναι μια έρημη περιοχή. Τα χωριά θα αδειάσουν τελείως. Δε θα μπορέσουν να δουλέψουν τα μικρά μαγαζάκια, ακόμα και τα καφενεία και τα παντοπωλεία. Θα υπάρξει οριστική ερήμωση στη Βόρεια Εύβοια», εξηγεί ο πρόεδρος των Ρητινοκαλλιεργητών δίνοντας ακριβή εικόνα για την δραματικότητα της κατάστασης.
«Όλοι αυτοί, μείναμε σύξυλοι, τελειώσαμε», αναφέρει χαρακτηριστικά.
Η καταστροφή στα δάση της Εύβοιας, αποδεικνύουν ότι το δάσος είναι ένας τεράστιος πνευμόνας όχι μόνο πρασίνου, όπως συνηθίζουμε να λέμε, αλλά συνολικά πνεύμονας ζωής, στην πραγματικότητα.
«Το δάσος για να γίνει όπως ήταν θέλει πολλά χρόνια, το πεύκο χρειάζεται 25 – 30 χρόνια. Μια γενιά δηλαδή», εξηγεί ο επίσης ρητινοκαλιεργητής Νίκος Ζάχος από τον Κρυονερίτη, χωριό του δήμου Ιστιαίας.
«Είμαι 56 χρονών, ο γιος μου είναι σχεδόν 20 και θα πρέπει να φτάσει στην ηλικία μου για να ξαναδει αυτό το δάσος», αναφέρει χαρακτηριστικά.
Εξηγώντας μάλιστα το πόσο σημαντικό είναι το δάσος όχι μόνο για την περιοχή αλλά η καταστροφή του έχει άμεσες επιπτώσεις και σε άλλα μέρη, ο Βαγγέλης Γεωργαντάς επισημαίνει: «Όλα είναι μια αλυσίδα. Το ένα καταστρέφει το άλλο. Όταν ένας κύριος κορμός σε μια κοινωνία καταστραφεί, παρασέρνει μαζί της όλο το υπόλοιπο οικοσύστημα, τη ζωή των ανθρώπων και των εργασιακών θέσεων. Είναι αλληλένδετα όλα αυτά.».
Εσωτερική μετανάστευση – Θα ερημώσει ο τόπος
Ο Νίκος Ζάχος, είδε τα περίπου 2.000 δέντρα που ήρθαν στα χέρια του γενιά με γενιά να καταστρέφονται ολοσχερώς. «Αυτή η δουλειά τέλειωσε και ήταν η βασική εργασία των κατοίκων στην περιοχή», εξηγεί.
Ο 56χρονος αναφέρει μια ακόμα δυσκολία που έχουν να αντιμετωπίσουν εργαζόμενοι της ηλικίας του καθώς όπως λέει, «είμαι κοντά στο στη σύνταξη. Πού θα βρω ένσημα μέχρι τα 62 μου για να τα συμπληρώσω».
Για τους καλλιεργητές η πώληση της ρητίνης αποτέλεσε όλα αυτά τα χρόνια και μια σταθερά για την ασφάλισή τους καθώς τα ένσημα καθορίζονται από τις πωλήσεις που κάνουν. Συγκεκριμένα, σε κάθε καλιεργητή αντιστοιχούν 35 Βαρέα και Ανθιγυεινά Ένσημα ανά τόνο ρητίνης που πουλάει. Έτσι, ενδεικτικά κάποιος που καλλιεργεί 2.000 δέντρα, παράγει περίπου 10 τόνους, τους οποίους πουλά με τελική τιμή - στην οποία συμπεριλαβάνεται η κρατική επιδότηση - γύρω στα 0,75 ευρώ ανά κιλό ρητίνης και αφαιρώντας τα έξοδα, έχει ετήσιο εισόδημα περί τις 6.000 ευρώ και 350 ΒΑΕ.
Σε ανάλογο ύφος ο Βαγγέλης Γεωργατζής ο οποίος είδε να γίνονται στάχτη τα 9.000 δέντρα που καλλιεργούσε, καθώς και ελιές αποθήκες και εργαλεία, περιγράφει τη δεινή κατάσταση στην οποία βρίσκεται ο αγροτικός πληθυσμός της Βόρειας Εύβοιας, αναφέροντας: «Εγώ είμαι 50 χρονών, πιστεύετε ότι μπορώ να βρω δουλειά ως ανειδίκευτος εργάτης; Όλη μας η ζωή ήταν μέσα στα δάση. Μ’ αυτό μεγαλώσαμε και μ’ αυτό σκοπεύαμε να πεθάνουμε. Τι μπορώ να κάνω εγώ, σε ποια δουλειά θα με πάρουν; Στη Χαλκίδα ή την Αθήνα; Εδώ υπάρχουν νέοι άνθρωποι με πτυχία που έτσι κι αλλιώς δεν μπορούν να βρουν δουλειές. Θα βρω εγώ; Κι αν βρω θα είναι μόνο μέσα σε καμιά τρώγλη με χημικά που δεν μπαίνει κανένας, θα με βάλουν εκεί μέσα θα μου δίνουν 400 ευρώ και μετά από δυο χρόνια θα ξοφλήσω.».
Με δυο λέξεις μόνο, ο Νίκος Ζάχος περιγράφει το πόσο ζοφερό βλέπει το μέλλον και για τους νέους ανθρώπους λόγω της τραγικής κατάστασης και της καταστροφής που έχει περιέλθει η Εύβοια: «Τώρα, εσωτερική μετανάστευση».
Ο καλλιεργητής από τον Κρυονερίτη εξηγεί ότι ειδικά τα τελευταία χρόνια στα ρητινευόμενα πεύκα δουλεύουν όλο και πιο πολλοί νέοι άνθρωποι και αυτός είναι και ο λόγος που που έχει κρατηθεί κόσμος στα χωριά.
«Αυτή η καταστροφή, αφήνει τους νέους ξεκρέμαστους», λέει στο ethnos.gr o κ Ζάχος, εξηγώντας ότι «για τους ανθρώπους που είναι 30 – 40 χρονών, είναι και γι’ αυτούς δύσκολο να βρουν μια άλλη εργασία καθώς δούλευαν σχεδόν 20 χρόνια στο δάσος με τα πεύκα».
Νέοι άνθρωποι ασχολήθηκαν με τις αγροτικές εργασίες και στη Σκεπαστή με τον κ. Γεωργαντά να εξηγεί πώς το δάσος βοήθησε νέους ανθρώπους να κάνουν ένα το δικό τους ξεκίνημα μέσα στις δυσκολίες της οικονομικής κρίσης και τελικά να βλέπουν σήμερα τον κόπο τους να γίνεται στάχτες.
«Μετά την οικονομική κατάσταση της χώρας τα τελευταία χρόνια, οι νέοι επένδυσαν πολλά στα δέντρα γιατί δεν έβρισκαν δουλειά και γύρισαν στο δάσος. Καθάρισαν πολύ μεγάλες περιοχές του δάσους για να μπορούν να το ρητινεύσουν. Και το αποτέλεσμα ήταν να μείνουν κι από εδώ σύξυλοι», αναφέρει χαρακτηριστικά.
«Σε ποια πεύκα θα πάνε οι μέλισσες;»
Οι καλλιεργητές της ρητίνης που γνωρίζουν πολύ καλά το δάσος και ζουν αρμονικά μαζί με αυτό εξηγούν πώς το οικοσύστήμά του δεν είναι μόνο πηγή βιοπορισμού λόγω του ρετσινιού αλλά και λόγω του πλούτου του, είναι ένας πολλαπλός τροφοδότης και για άλλα επαγγέλματα.
«Το δάσος είναι άμεσα συνδεδεμένο με τη ζωή και την οικονομία του τόπου, επηρεάζεται όλος ο κύκλος» αναφέρει εμφατικά ο Νίκος Ζάχος.
«Δεν κάηκαν μόνο πεύκα, το δάσος έχει κουμαριές, φρύγανα και βότανα. Άλλοι έβγαζαν κάρβουνα, άλλοι ήταν υλοτόμοι και ζούσαν από την ξυλεία, άλλοι είχαν μελίσσια.
Και να μην κάηκαν τα μελίσσια, δεν έχουν που να πάνε να σου φέρουν μέλι. Στον τόπο μας έρχονταν μελισσοκόμοι ακόμα και από τη Θεσσαλία ή την Πελοπόννησο. Τώρα πού θα πάει η μέλισσα, σε ποιο δέντρο; Δεν υπάρχει ζωή για τα επόμενα τρία χρόνια, όλα τα μελίσσια θα εξαφανιστούν. Και οι υλοτόμοι θα δουλέψουν 2 χρόνια που θα υπάρχουν κάποιες εργασίες, αλλά μετά δε θα υπάρχει τίποτα για τους επαγγελματίες, θα πουλάνε σε εξευτελιστικές τιμές. Το θέμα λοιπόν είναι τι γίνεται μετά».
Μιλώντας για την τεράστια οικολογική καταστροφή στα δάση της Βόρειας Εύβοιας, ο κ. Γεωργαντάς προσθέτει ότι κάηκε και ένα τεράστιο ελατοδάσος το οποίο είναι ακόμα πιο δύσκολο να αναγεννηθεί. «Εμείς που ζούμε στο δάσος, ξέρουμε πολύ καλά ότι τα έλατα για να μεγαλώσουν, χρειάζονται σκιά. Πρέπει λοιπόν πρώτα να μεγαλώσουν τα πεύκα και ύστερα μετά από πολλά χρόνια, στη σκιά τους, μπορούν να ξαναφυτρώσουν τα έλατα».
Πλημμύρες: Η απειλή της επόμενης μέρας
H επόμενη μέρα της καταστροφής την ώρα που έχει διαταραχθεί τόσο πολύ το οικοσύστημα φέρνει νέα αγωνία για όλη την Εύβοια καθώς τα δέντρα που κάηκαν ήταν ταυτόχρονα και τείχος προστασίας για τα ορμητικά νερά της βροχής με τις πλημμύρες να αποτελούν τον επόμενο φόβο για τους κατοίκους του νησιού.
Άλλωστε η Εύβοια τα τελευταία χρόνια έχει αντιμετωπίσει πολλές φυσικές καταστροφές με την Αριάδνη τον Ιανουάριο του 2016 - την πρώτη κακοκαιρία στην οποία δόθηκε όνομα στην Ελλάδα, ακολουθώντας το παράδειγμα του εξωτερικου - να προκαλεί χιονοπτώσεις και καταστροφές. Ακόμα πιο πρόσφατα, τον Αύγουστο του 2020 οι βροχές προκάλεσαν ακόμα και πτώση γέφυρας μεταξύ Χαλκίδας και Ερέτριας, κόβοντας το νησί στη μέση.
«Εμείς είμαστε ορεινοί, είμαστε ψηλά, αλλά καταλαβαίνεις προς τον κάμπο της Ιστιαίας και στο Μαντούδι τι θα γίνει με τις πλημμύρες», αναφέρει χαρακτηριστικά ο Νίκος Ζάχος, συμπληρώνοντας: «Είναι φοβερός ο κίνδυνος. Σκεφτείτε τι καταστροφές έγιναν παλαιότερα στο Μαντούδι και στα Βασιλικά. Παρόλο που υπήρχε το δάσος, πνίγηκε κόσμος. Οπότε σκεφτείτε τι θα γίνει ενώ δε θα συγκρατεί το δάσος το νερό».
Από την πλευρά του ο Βαγγέλης Γεωργαντάς, απευθύνει έκκληση προς την Πολιτεία ώστε χωρίς καθυστέρηση να ξεκινήσουν εργασίες από τους δασεργάτες της περιοχής για να υπάρχει προετοιμασία με τις βροχές για να αποφευχθεί πρώτον μια νέα τραγωδία αλλά και έτσι να δημιουργηθούν θέσεις απασχόλησης και να μην αναγκαστούν να εγκαταλείψουν οι κάτοικοι τον τόπο τους.
«Το φθινόπωρο για εμάς θα είναι εφιαλτικό όπως ήταν και η φωτιά. Εύχομαι να μη γίνει τίποτα γιατί ήδη έχει περάσει πολλά ο ευβοϊκός λαός, αλλά βλέποντας με την εμπειρία μου τι γίνεται σε περιοχές που έχουν καεί, καταλαβαίνουμε τι μας έρχεται, δε ζούμε σε συννεφάκι», αναφέρει.
«Ο νέος κόσμος πρέπει να μείνει μέσα στα δάση, όλα τα ξύλα να μείνουν μέσα στη γη, να μην έρθει κανένας έμπορος, κανένα συνεργείο να εκμεταλλευτεί αυτό το δάσος, να τα δουλέψουν οι δασεργάτες και οι συνεταιρισμοί της περιοχής, να κοπούν σωστά να γλιτώσουμε τις πλημμύρες, γιατί θα θρηνήσουμε κόσμο. Τα χωριά μας θα πνιγούν, γιατί έχει καεί όλος ο ορεινός όγκος της βόρειας Εύβοιας. Καταλαβαίνετε ότι δε θα κρατήσει τίποτα τα νερά», επισημαίνει.
«Αυτοί που μιλάνε για αναδασώσεις σε χαλέπιο πεύκη, είναι άσχετοι»
Η επόμενη μέρα της φωτιάς στην Εύβοια, έφερε και την ανακοίνωση των κυβερνητικών μέτρων με τις παρεμβάσεις και το σχέδιο για αναδάσωση της περιοχής.
Άλλωστε όπως ανέφερε ο πρωθυπουργός, από τις 11 Αυγούστου κηρύσσεται ως αναδασωτέα κάθε έκταση που κάηκε, με Πράξη Νομοθετικού Περιεχομένου. Μάλιστα ο Κυριάκος Μητσοτάκης επισήμανε ότι στην επιχείρηση αυτή το κράτος έχει ήδη δεσμεύσει 224 εκατομμύρια για την αναδάσωση 165.000 στρεμμάτων.
Στην εισήγησή του κατά την συνεδρίαση του υπουργικού Συμβουλίου, ο πρωθυπουργός σημείωσε ότι, «εξαιρετικά μεγάλη σημασία αποδίδω στην πολιτική μας να κάνουμε την κοινωνία των πολιτών συμμέτοχη στην αναδάσωση, υιοθετώντας τον θεσμό του αναδόχου. Έτσι, ιδρύματα, ιδιώτες, επιχειρήσεις, σύλλογοι, θα μπορούν να αναλάβουν με δικά τους έξοδα τα έργα αποκατάστασης περιοχών και δασών. Θα μπορούν, δηλαδή, με μία πολύ γρήγορη διαδικασία να καταθέτουν τη σχετική μελέτη, με την οποία -από τη στιγμή που εγκρίνεται- θα μπορούν οι ίδιοι στη συνέχεια να προβαίνουν στην υλοποίηση όλων αυτών των έργων».
Ωστόσο, ο Βαγγέλης Γεωργαντάς δηλώνει κατηγορηματικά ότι η αναδάσωση δεν είναι η διαδικασία που ενδείκνυται αυτή τη στιγμή στις καμμένες εκτάσης της Εύβοιας, αναφέροντας χαρακτηριστικά ότι «αυτοί που μιλάνε για αναδασώσεις σε χαλέπιο πεύκη, είναι άσχετοι άνθρωποι».
Μάλιστα, ο πρόεδρος των δασεργατών Ευβοίας εξηγεί ότι τα πευκοδάση με τη συγκεκριμένη ποικιλία έχουν τη δυνατότητα να αναγεννιούνται και οι διαδικασίες που πρέπει να ακολουθηθούν είναι διαφορετικες, εξηγώντας αναλυτικά:
«Η χαλέπιος πεύκη έχει ήδη ξεκινήσει από μόνη της την αναδάσωση, από τη μέρα που καίγεται. Με τις πρώτες βροχές στη χαλέπιο πεύκη θ’ αρχίσουν να βγαίνουν τα πρώτα πευκαρούνια.
Από τη στιγμή που εκτινάσσονται κουκουνάρια και υπάρχει φωτιά, υπάρχουν ήδη οι σπόροι για να ξεκινήσει η φυσική αναδάσωση.
Από εκεί και πέρα, εμείς ζητάμε να κοπούν όλα τα δέντρα από τους δασεργάτες της Βόρειας Εύβοιας, και να μείνουν να κρατήσουν τα χώματα ψηλά στα βουνά για να μη φύγουν οι σπόροι.
Δεύτερον, πρέπει να γίνει φυσική αραίωση. Δηλαδή, τα δέντρα θα βγουν τρισεκατομμύρια το ένα δίπλα στο άλλο. Αυτό σημαίνει ότι θα γίνουν πολύ λεπτά και με το πρώτο χιόνι θα σπάσουν όλα μαζί. Μετά θα επικρατήσει το άγριο, θα εξαφανιστεί ο πεύκος, η περιοχή μας θα γίνει μια ζούγκλα και δε θα ξαναδεί κανένας τη Βόρεια Εύβοια όπως ήταν.
Αν μας αφήσουν να δουλέψουμε μέσα στα δάση, να πληρωνόμαστε και να παίρνουμε τα ένσημά μας για να καταφέρουμε να παραμείνουμε στον τόπο μας,σε μια 20ετία το δάσος της Β. Εύβοιας θα είναι πάλι όμορφο να έρχεται ο κόσμος να το απολαμβάνει.
Αν το αφήσουν έτσι, το δάσος αυτό μετά από 100 χρόνια θα γίνει μια ζούγκλα και θα προσπαθήσουν να επιβιώσουν κάποια δυνατά δέντρα. Θα είναι ένας απροσπέλαστος Αμαζόνιος.
Παλαιότερα, πριν 30 – 40 χρόνια, η περιοχή μας είχε τεράστια κτηνοτροφία και με τη σειρά τους τα ζώα έκαναν μόνα τους αυτή την αραίωση. Από τη στιγμή που δεν υπάρχει κτηνοτροφία και ξεκινήσει το δάσος να αναπτύσσεται από μόνο του, θα γίνει Αμαζόνιος και θα έχει χειρότερες συνέπειες από την επόμενη φωτιά».
Τα μέτρα στήριξης – Ανακούφιση για φέτος, αλλά μετά τι γίνεται;
Οι ρητινοκαλλιεργητές της Εύβοιας άκουσαν δια στόματος του αρμόδιου υπουργού Περιβάλλοντος Κώστα Σκρέκα και επιπλέον στοχευμένων μέτρων στήριξης – πέραν όσων ανακοινώθηκαν για τους πυρόπληκτους.
Συγκεκριμένα κατά την παρουσίαση των μέτρων ο κ. Σρέκας ανακοίνωσε οικονομική ενίσχυση των ρητινοκαλλιεργητών με 3,7 εκατ. ευρώ που δραστηριοποιούνται στις πληγείσες περιοχές της Εύβοιας και των Γερανείων Ορέων.
Ωστόσο, όπως οι ίδιοι επισημαίνουν το παραπάνω μέτρο δεν δημιουργεί προοπτική καθώς στην πραγματικότητα, είναι απλώς μικρή ανακούφιση για τη φετινή χρονιά χωρίς να δίνει μακροπρόθεσμη λύση για την εργασία και τον βιοπορισμό τους επιμένοντας στην ανάγκη σοβαρότερου στρατηγικού σχεδιασμού και χάραξης πολιτικής.
«Τα μέτρα δίνουν μια άμεση ανακούφιση, αλλά το ζήτημα είναι τι θα γίνει από εκεί και πέρα. Δηλαδή, εντάξει θα ανακουφιστείς για ένα χρόνο να βγάλεις τη χρονιά. Μετα τι γίνεται; Όταν δε θα υπάρχει η πρώτη ύλη, με τι θα δουλέψει όλο το σύστημα;», αναφέρει χαρακτηριστικά ο Νίκος Ζάχος.
«Αν αύξησε 3.000.000 για την παραγωγή όλη και πάρω εγώ 3.000 – 4.000 ευρώ που αναλογεί στον καθένα μας για να επιβιώσουμε, άντε και περάσαμε φέτος τη χρονιά μας. Μεθαύριο τι θα κάνει αυτός ο κόσμος;», αναφέρει ο κ. Γεωργαντάς σχολιάζοντας τα κυβερνητικά μέτρα.
Μάλιστα όπως σημειώνει το ουσιαστικό ζήτημα είναι η πρόληψη, παρά η εκ των υστέρων επιδότηση.
«Φωνάζαμε και δε μας άκουγαν! Απομακρύντε τα σπασμένα από την κακοκαιρία, δεν έκαναν τίποτα! Η πολιτική όλων αυτών των χρόνων κατέστρεψε την Εύβοια και όχι το χέρι που έβαλε το σπίρτο. Αυτός που έβαλε τη φωτιά μπορεί να ήταν ηλίθιος, να είχε προβλήματα ή να ήταν πληρωμένος να το κάνει, μπορεί να ήταν οτιδήποτε, ένας αλήτης. H αλητεία όμως έρχεται από την Πολιτεία που όλα αυτά τα χρόνια έβγαλε 1.7 εκατομμύρια ευρώ για δασοπυρόσβεση από τα 17 που ζητούσαν τα δασαρχεία», δηλώνει στο ethnos.gr ο πρόεδρος των ρητινοκαλλιεργητών.
Οι δύο καλλιεργητές περιγράφουν τις συνθήκες στο δάσος, αναφέρουν τα οικονομικά μεγέθη με τα οποία είχαν μάθει να ζουν και τα οποία τους εξασφάλιζαν ένα μικρό αλλά σημαντικό εισόδημα για να τα βγάζουν πέρα. Όπως επισημαίνουν και οι δύο αυτό που αναζητούν είναι ο πνεύμονας του δάσους που γεννήθηκαν και είχαν φανταστεί ότι θα ζουν για πάντα.
«Εδώ στο χωριό είχαμε τις ελιές, λίγα αμπέλια και το δάσος. Απ’ όλα μαζί ο κόσμος έβγαζε συνολικά 6.000 – 7.000 να περάσει τη χρονιά του. Αυτά ήταν τα εισοδήματά μας», εξηγεί ο πρόεδρος των καλλιεργητών ρητίνης Ευβοίας, Βαγγέλης Γεωργατζής και συμπληρώνει καταλήγοντας: «Δεν ήταν κανείς πλούσιος από το δάσος, απλώς είχαμε αυτό το εισόδημα και δεν κλαιγόμασταν να ζητάμε επιδόματα σαν να είμαστε ορφανά. Ζούσαμε αξιοπρεπέστατα μ’ αυτά τα λίγα και μπορούσαμε να σκεφτούμε ότι θα βοηθήσουμε τα παιδιά μας να σπουδάσουν μ’ αυτό το υστέρημα των χρημάτων που θα πάρουμε. Τώρα, δεν έχουμε τίποτα απολύτως»
Πηγή: Ethnos.gr - ΦΩΤΟΓΡΑΦΙΑ: EUROKINISSI/ΒΑΣΙΛΗΣ ΡΕΜΠΑΠΗΣ