Τις καρδιές λίγων αλλά δραστήριων παραγωγών στη νότια Ελλάδα έχει κερδίσει από το γύρισµα της χιλιετίας η καλλιέργεια της γλυκοπατάτας.
Πρόκειται για υποτροπικό φυτό που στην Ελλάδα καλλιεργείται για τις εδώδιµες κονδυλώδεις ρίζες του που έχουν υψηλή διατροφική αξία. Είναι επίσης ένα πολύ γευστικό λαχανικό µε µεγάλη ζήτηση στο εξωτερικό, όπου καλλιεργείται τόσο για ανθρώπινη κατανάλωση όσο και για βιοµηχανική χρήση αλλά εναλλακτικά και ως ζωοτροφή. Η γλυκοπατάτα έχει καταγωγή από την Κεντρική Αµερική και συγκεκριµένα από το Περού και παρά την ονοµασία της δεν έχει καµία βοτανική συγγένεια µε τη γνωστή µας πατάτα.
Αποτελεί επίσης µία από τις έξι καινοτόµες καλλιέργειες που πριµοδοτούνται µε 60 ευρώ το στρέµµα στη νέα ΚΑΠ µαζί µε την καµελίνα, τη νιγκέλα, την κινόα και άλλες. Στη χώρα µας ξεκίνησε να καλλιεργείται από το 2002, όταν και πρωτοασχολήθηκαν µαζί της παραγωγοί από τη Μεσσηνία και τη Νάξο, ενώ συνεχίστηκε σε µεγαλύτερη κλίµακα τα τελευταία 5-7 χρόνια κυρίως λόγω του…Άρη Πετρετζίκη και των συνταγών του, οι οποίες σύστησαν στο ελληνικό καταναλωτικό κοινό το προϊόν.
Πλέον οι καλλιεργήσιµες εκτάσεις αγγίζουν τα 2.000 στρέµµατα σε Ηλεία και Μεσσηνία, οµοιόµορφα µοιρασµένες µεταξύ των δύο, µε µερικές εκατοντάδες ακόµα στο νησί της Νάξου. Οι υψηλές απαιτήσεις σε νερό και θερµοκρασίες καθιστούν την καλλιέργειά της σε υψηλότερο γεωγραφικό πλάτος ασύµφορη, µε δραστική µείωση στη µάζα του τελικού προϊόντος κάτω από τα 200 γραµµάρια ανά τεµάχιο, που θεωρείται το άτυπο όριο στην αγορά για τις εµπορεύσιµες ποσότητες.
Όπως περιγράφει ο ∆ηµήτρης Τάµπασης, παραγωγός γλυκοπατάτας από τα Φιλιατρά Μεσσηνίας εδώ και 15 χρόνια, η καλλιέργεια έχει ιδιαίτερες ανάγκες άρδευσης και φυτοπροστασίας, απαιτώντας πειραµατισµούς σε µικρή κλίµακα για όποιον ενδιαφέρεται σοβαρά να αρχίσει να την καλλιεργεί ώστε να βρει τον «µπούσουλα», καθότι όπως εξηγεί ο ∆ηµήτρης Τάµπασης στην Agrenda, υπάρχει σοβαρό κενό γνώσης. Οι οδηγοί που υπάρχουν για άλλες καλλιέργειες, όπως τα οπωροφόρα, είναι άφαντοι στην περίπτωση της γλυκοπατάτας παρά το γεγονός πως το φυτό καλλιεργείται εδώ και 20 χρόνια στη χώρα, µε αποτέλεσµα η γνώση για τις καλλιεργητικές πρακτικές και τη φυτοπροστασία να µεταδίδεται ουσιαστικά από στόµα σε στόµα.
Παρά το έλλειµµα γνώσης, όποιος επιθυµεί πραγµατικά να ασχοληθεί µε την καλλιέργεια και έχει πειραµατιστεί ενδελεχώς µπορεί να βγάλει καλά χρήµατα. Με µία πρώτη µατιά, η καλλιέργεια φαίνεται ιδιαίτερα «αλµυρή» στα κόστη, µε το συνολικό κόστος παραγωγής να υπολογίζεται σύµφωνα µε παραγωγούς στα 800 µε 850 ευρώ το στρέµµα πριν τις ανατιµήσεις του τελευταίου έτους και στα 1050 µε 1100 ευρώ φέτος, κυρίως λόγω υψηλότερου κόστους άρδευσης, λίπανσης και πλαστικών. Ωστόσο, οι στρεµµατικές αποδόσεις που µπορεί να πετύχει κάποιος παραγωγός στη Πελοπόννησο φτάνουν συχνά και τα 2.000 κιλά ανά στρέµµα, µε πιο συνήθεις τιµές µεταξύ 1.500 και 1.700 κιλών.
Έχοντας κατά νου πως η τιµή παραγωγού υπολογίζεται κατά µέσο όρο σταθερή στο 1,00 µε 1,05 ευρώ το κιλό, γίνεται εµφανές ότι η καλλιέργεια γλυκοπατάτας εάν πραγµατοποιηθεί σωστά αφήνει ένα περιθώριο κέρδους µεταξύ 400 και 700 ευρώ ανά στρέµµα, που δυνητικά θα µπορούσε να είναι υψηλότερο όπως επισηµαίνει ο συνοµιλητής µας ∆ηµήτρης Τάµπασης, καθώς υπό ιδανικές συνθήκες η καλλιέργεια θα µπορούσε θεωρητικά να αποδώσει µέχρι και 3.000 κιλά το στρέµµα.
Έχοντας εξίσου υψηλά κόστη όσο και περιθώρια κέρδους, το στρεµµατικό πριµ των 60 ευρώ στη νέα ΚΑΠ χάνει την αίγλη του, αποτελώντας περισσότερο ένα…φιλικό χτύπηµα στη πλάτη για όσους δοκιµάσουν την τύχη τους µε την πολλά υποσχόµενη γλυκοπατάτα, η οποία εδραιώνεται πλέον στα ράφια των ελληνικών σούπερ µάρκετ και στις λαϊκές αγορές κατά τη φθινοπωρινή και χειµερινή περίοδο, αφήνοντας υποσχέσεις αξιοπρεπούς εισοδήµατος σε όσους παραγωγούς την δοκιµάσουν.
Πηγή: Agronews.gr