Τις υψηλότερες αυξήσεις πανευρωπαϊκά σημείωσαν οι τιμές στα αγροτικά προϊόντα στην Ελλάδα το β' τρίμηνο του 2024, σύμφωνα με την Eurostat.
Μετά τον πληθωρισμό, που σε όλη την Ευρώπη πέφτει και στην Ελλάδα ανεβαίνει, η χώρα μας καταγράφει άλλη μια πανευρωπαϊκή πρωτοτυπία: Ενώ οι τιμές στα αγροτικά προϊόντα μειώνονται, στην Ελλάδα αυξάνονται και μάλιστα με τη μεγαλύτερη ταχύτητα από όλα τα κράτη-μέλη.
Συγκεκριμένα, σύμφωνα με τις σημερινές ανακοινώσεις της Eurostat, το δεύτερο τρίμηνο του 2024, οι τιμές των αγροτικών προϊόντων στην ΕΕ μειώθηκαν σε σύγκριση με την αντίστοιχη περίοδο του 2023, τόσο για τις εκροές όσο και για τις εισροές που δεν σχετίζονται με επενδύσεις. Οι μενεκροές, δηλαδή οι τιμές παραγωγού, μειώθηκαν μεσοσταθμικά κατά 3%. Αντιθέτως στην Ελλάδα αυξήθηκαν κατά 8%.
Οι δε εισροές, δηλαδή οι τιμές των αγαθών και υπηρεσιών που καταναλώνονται για να παραχθούν τα αγροτικά προϊόντα, όπως η ενέργεια, τα λιπάσματα και οι ζωοτροφές – μειώθηκαν κατά 7%. Οι μειώσεις αυτές ήταν, ωστόσο, ελαφρώς λιγότερο έντονες από ό,τι τα δύο προηγούμενα τρίμηνα, παραδέχεται η στατιστική υπηρεσία της Ευρωπαϊκής Επιτροπής.
Εξισορρόπηση τιμών, αλλά όχι στην Ελλάδα
Μετά από μια περίοδο απότομης αύξησης των αγροτικών τιμών κατά τη διάρκεια του 2021 και των τριών πρώτων τριμήνων του 2022, η ταχύτητα των ανατιμήσεων επιβραδύνθηκε και οι τιμές άρχισαν τελικά να μειώνονται. Οι πρόσφατες μειώσεις των τιμών παραγωγού και του κόστους εισροών είναι προς την κατεύθυνση των πιο ήρεμων επιπέδων πριν από το 2021. υπογραμίζει η Εurostat.
Στην Ελλάδα πάλι, η αποκλιμάκωση στις τιμές ειροών είναι πολύ πιο αργή από ό, τι στην υπόλοιπη Ε.Ε, με μείωση μόλις -2,80%, που δεν είναι ικανή να εξισορροπήσει τις υπέρογκες ανατιμήσεις των προγούμενων ετών, στην ενέργεια και στις πρώτες ύλες.
Αντίρροπες τάσεις
Μια πιο προσεκτική ματιά στα στοιχεία δείχνει αντίρροπες τάσεις στις τιμές των αγροτικών προϊόντων το δεύτερο τρίμηνο του 2024 σε σύγκριση με το ίδιο τρίμηνο του 2023. Μεγάλες μειώσεις καταγράφηκαν στις τιμές των αυγών (-15%), των σιτηρών (-14%) και των κτηνοτροφικών φυτών (-13%). Αντίθετα, οι ελλείψεις από την πλευρά της προσφοράς οδήγησαν σε συνεχείς αυξήσεις των τιμών παραγωγού στο ελαιόλαδο (+41%) και στις πατάτες (+10%).
Σε γενικές γραμμές, υπήρξαν ήπιες μεταβολές στις τιμές των οπωροκηπευτικών, με ανατιμήσεις 3% συνολικά για τα φρούτα και μικρή υποχώρηση -1% για τα λαχανικά.
Εντός όμως της κατηγορίας υπήρξαν πολύ μεγάλες αποκλίσεις: Για παράδειγμα οι τιμές στα λεμόνια μειώθηκαν κατά -48%, ενώ στα φρούτα από υποτροπικά και τροπικά κλίματα αυξήθηκαν κατά +51%. Στα λαχανικά, απότομες ήταν οι μειώσεις στις τιμές των κρεμμυδιών (-46%) και στις τομάτες (-27%), σε αντίθεση με τις απότομες αυξήσεις των νωπών οσπρίων (+39%) και των κουνουπιδιών (+35%).
Μεταξύ των εισροών που δεν σχετίζονται με επενδύσεις, οι πιο απότομες μειώσεις τιμών καταγράφηκαν για τα λιπάσματα και τα βελτιωτικά εδάφους (-19%) και τις ζωοτροφές (-13%).
Μείωση των τριμηνιαίων τιμών στις περισσότερες χώρες της ΕΕ
Σε εθνικό επίπεδο, οι περισσότερες χώρες της ΕΕ (17 από τις 25 χώρες με διαθέσιμα στοιχεία) κατέγραψαν μείωση των τιμών των γεωργικών προϊόντων το δεύτερο τρίμηνο του 2024, σε σύγκριση με το ίδιο τρίμηνο του 2023. Οι εντονότερες μειώσεις τιμών σημειώθηκαν στην Ουγγαρία (-13%), την Πολωνία (-12%) και την Τσεχία (-10%).
Στην Ελλάδα καταγράφονται οι υψηλότερες ανατιμήσεις στο ελαιόλαδο, με 60,75%, έναντι 41% στην Ε.Ε.
Αντίθετα, οι υψηλότερες αυξήσεις καταγράφηκαν στην Ελλάδα (+8%), τη Λετονία (+4%), την Κύπρο και την Ιρλανδία (+3%).
Όσον αφορά τις εισροές που δεν σχετίζονται με επενδύσεις, όλες οι χώρες της ΕΕ με διαθέσιμα στοιχεία κατέγραψαν μειώσεις το δεύτερο τρίμηνο του 2024, σε σύγκριση με το δεύτερο τρίμηνο του 2023. Τα μεγαλύτερα ποσοστά μείωσης σημειώθηκαν στην Κροατία (-14%), την Ουγγαρία, την Ισπανία και τη Σλοβακία (-11% η καθεμία).
Πρώτη από το τέλος η Ελλάδα, με τις υψηλότερες αυξήσεις τιμών σε όλη την ΕΕ
Το ακριβότερο ελαιόλαδο
Στην Ελλάδα καταγράφονται οι υψηλότερες ανατιμήσεις πανευρωπαϊκά στο ελαιόλαδο (από τις χώρες για τις οποίες υπάρχουν διαθέσιμα στοιχεία), με 60,75% αύξηση το δεύτερο τρίμηνο του 2024 σε σύγκριση με πέρυσι.
Αν λάβουμε υπ’όψιν ότι τα τρία προηγούμενα τρίμηνα έχουν προηγηθεί ανατιμήσεις από 80% ως 97%, αυτό πιθανόν σημαίνει ότι οι υψηλές τιμές στη λιανική θα διατηρηθούν, με το επιχείρημα (ή τη δικαιολογία) ότι ακόμα διατίθεται στην αγορά το «περσινό», ακριβά αγορασμένο από τους παραγωγούς ελαιόλαδο. Βέβαια, οι παραγωγοί από την άλλη υποστηρίζουν ότι πέρυσι συνέβη το αντίθετο: Το ελαιόλαδο που αγοράστηκε σε τιμές 5 ευρώ (πριν σκαρφαλώσει στα 8 και 9) πουλήθηκε μετά από διαδοχικά καπέλα ως και 15 ευρώ στη λιανική.
Πλημμύρα ειαγωγών
Στην Ελλάδα, ακόμα και στα αγροτικά προϊόντα που υπάρχουν μειώσεις τιμών, αυτές είναι από μικρές ως ελάχιστες σε σύγκριση με άλλες ευρωπαϊκές χώρες. Για παράδειγμα, τα ελληνικά λεμόνια είναι μόλις -1% φθηνότερα από ό,τι το δεύτερο τρίμηνο του 2023 (και συχνά δυσεύρετα), ενώ οι τιμές στα ισπανικά υποχώρησαν κατά -58%. Οι ελληνικές τομάτες πωλήθηκαν φέτος από τον παραγωγό σχετικά φθηνότερα (-7%). Όταν όμως οι τιμές τους στην Ολλανδία και Ισπανία έχουν πέσει από -46% ως -53%, δεν είναι να απορεί κανείς που τα ράφια των σουπερμάρκετ γεμίζουν με τις ομοιόμορφες σε χρώμα και μέγεθος, αλλά αδιάφορες σε γεύση, εισαγόμενες τομάτες.
Οι αιτίες της ακρίβειας στα αγροτικά προϊόντα
Πριν ρίξουμε το ανάθεμα για τις υψηλές τιμές στον Έλληνα παραγωγό, πρέπει να εξετάσουμε τις ιδιομορφίες της ελληνικής αγροτικής οικονομίας σε σύγκριση με άλλες χώρες της Ευρώπης. Μία από τις αιτίες που τα ελληνικά αγροτικά προϊόντα είναι ακριβότερα είναι και η μειωμένη παραγωγή, καθώς ο πρωτογενής τομέας απαξιώνεται και η ύπαιθρος ερημώνει. Οι συνέπειες της κλιματικής αλλαγής είναι μία από τις αιτίες που οι σοδειές φθίνουν, όμως αυτή είναι η μισή αλήθεια.
Για το γεγονός ότι οι αγρότες είναι ανοχύρωτοι απέναντι στις πλημμύρες, τους καύσωνες και τη λειψυδρία, δε φταίει το «κακό το ριζικό μας» αλλά και ανθρωπογενείς παράγοντες, με βαρύτατες τις ευθύνες της πολιτείας.
Όταν υπάρχει σύσταση στους γεωργούς στα νησιά να μην ποτίζουν γιατί δε φτάνει το νερό για τις πισίνες και τα ξενοδοχεία, όταν ντόπιες ποικιλίες, συχνά μοναδικές στον κόσμο, απειλούνται με εξαφάνιση, και επελαύνουν οι μεταλλαγμένοι σπόροι, όταν οι αγρότες στη Θεσσαλία ακόμα δεν έχουν ανακάμψει από τις πληγές του Ντάνιελ, είναι αναπόφευκτο η ντόπια παραγωγή να μαραζώνει, και να πλυμμηρίζει η αγορά με εισαγωγές.
Αν σε αυτά προσθέσουμε την υστέρηση σε υποδομές, την έλλειψη οικονομιών κλίμακας – που θα μπορούσαν να επιτευχθούν με μια ορθολογική ανάπτυξη των συνεταιρισμών, τα τσουχτερά κόστη παραγωγής και τις στρεβλώσεις στην αλυσίδα των τροφίμων από το χωράφι στο ράφι, δεν μπορούμε να αισιοδοξούμε για άμεση αποκλιμάκωση των τιμών ούτε για ανάκαμψη του πρωτογενούς τομέα.