Μια σειρά παραγόντων συμπεριλαμβανομένης της κλιματικής κρίσης έχει ως συνέπεια να διπλασιαστούν οι χονδρικές τιμές του ελαιόλαδου μέσα σε ένα χρόνο, συμπαρασύροντας και τις τιμές λιανικής. Η αύξηση της τιμής του δημιουργεί προβλήματα αλλά και ευκαιρίες για τους Έλληνες παραγωγούς παρατηρούν οι Financial Times.
Ο Παναγιώτης Μητσέας, ιδιοκτήτης ελαιοτριβείου στη Μεσσήνη, είπε στη βρετανική οικονομική εφημερίδα ότι για πρώτη φορά του έκλεψαν εκατό λίτρα ελαιόλαδου, αξίας εκατοντάδων ευρώ.
Έως και 4 κρούσματα κλοπών την εβδομάδα
Ορισμένοι αγρότες αναγκάστηκαν να τοποθέτησαν συσκευές GPS σε πλαστικές ελιές για να παρακολουθούν κλοπές της σοδειάς τους, ενώ σούπερ μάρκετ -όπως και στην Ισπανία- βάζουν αντικλεπτικά συστήματα σε φιάλες και σε δοχεία ελαιόλαδου, λες και είναι μπουκάλια ουίσκι ή ακριβού κρασιού. Κι από εκεί που μέχρι πέρυσι οι Αρχές δεν τηρούσαν ξεχωριστά αρχεία για τις σπάνιες κλοπές ελαιόλαδου, τώρα καταγράφονται τρία με τέσσερα κρούσματα εβδομαδιαίως, σύμφωνα με την Κωνσταντίνα Δημογλίδου, εκπρόσωπο της Ελληνικής Αστυνομίας.
Η Ελλάδα είναι ο τρίτος μεγαλύτερος παραγωγός στον κόσμο και παραδοσιακά πουλάει χύμα ελαιόλαδο υψηλής ποιότητας στους μεγαλύτερους ανταγωνιστές της, στην Ισπανία και στην Ιταλία, οι οποίες το εμφιαλώνουν και το πωλούν στους καταναλωτές ανά την υφήλιο.Ωστόσο, λόγω των υψηλών τιμών όλο και περισσότεροι ελαιοπαραγωγοί σήμερα επιλέγουν να διαθέσουν την παραγωγή τους στα ράφια ως προϊόν πολυτελείας.
Η κρίση ευκαιρία;
Ο Εμμανουήλ Γιαννούλης, πρόεδρος της Εθνικής Διεπαγγελματικής Οργάνωσης Ελαιολάδου, επεσήμανε ότι ορισμένες ποσότητες ελαιόλαδου νοθεύτηκαν με άλλα προϊόντα -πρόβλημα που πιθανώς θα επιδεινωθεί καθώς αυξάνονται οι τιμές- και περισσότερα από τα δύο τρίτα του τυχαίου δείγματος ελαιόλαδου δεν πληρούν τα ελληνικά πρότυπα ποιότητας.
Ωστόσο, περίπου το 82% των 300.000 τόνων που παράγονται κατά μέσο όρο ετησίως στην Ελλάδα είναι υψηλής ποιότητας εξαιρετικό παρθένο ελαιόλαδο, το οποίο σε μεγάλο βαθμό χρησιμοποιείται όχι για επώνυμες ελληνικές εξαγωγές, αλλά από Ιταλούς και Ισπανούς παραγωγούς προκειμένου να δώσουν γεύση στο δικό τους λάδι, σύμφωνα με τον Γιώργο Οικονόμου, γενικό διευθυντή του ομίλου εταιρειών ελαιόλαδου SEVITEL, που εδρεύει στην Αθήνα.
«Ας μην κατηγορούμε τους “κακούς” Ισπανούς και Ιταλούς, αλλά τη δική μας αδυναμία να προσθέσουμε αξία στο ελληνικό ελαιόλαδο και να το πουλήσουμε», είπε στη βρετανική εφημερίδα.
Ο Γιάννης Βαρδής, δικηγόρος ακινήτων με έδρα στη Νέα Υόρκη, είναι μεταξύ εκείνων που παρατήρησαν τις αναξιοποίητες εμπορικές δυνατότητες του ελληνικού ελαιόλαδου, λόγος για τον οποίο άρχισε να το εισάγει στις ΗΠΑ.
«Ήθελα να δώσω στο ελληνικό ελαιόλαδο την αξία που του αναλογεί, επειδή είδα με ποιον τρόπο άλλοι εκμεταλλεύονταν αυτό το μοναδικό προϊόν», είπε.Προ πενταετίας ο κ. Βαρδής επέστρεψε στη γενέτειρά του, τη Σπάρτη, για να στήσει το μεγαλύτερο εργοστάσιο της περιοχής εξάγοντας ελαιόλαδο (Sparta Gourmet), ενώ επεξεργάζεται και ελιές Καλαμών προς κατανάλωση.
«Όταν εκτινάχθηκαν πέρυσι οι τιμές στα ύψη, οι Ιταλοί με παρακαλούσαν τους πουλήσω χύμα ελαιόλαδο για να αυξήσω τα κέρδη μου. Αλλά προτίμησα να διατηρήσω ανταγωνιστικές τις τιμές μου και να βγω σε νέες αγορές για να διατηρήσω το Λακωνικό ελαιόλαδο ως εμφιαλωμένο προϊόν», δήλωσε.
Η επιχειρηματίας Χριστίνα Στριμπάκου, ιδιοκτήτρια του LIA, ενός βραβευμένου ελαιόλαδου υψηλής ποιότητας από τα Φιλιατρά, θέλει και αυτή να δει ελληνικά προϊόντα σε καταστήματα τροφίμων στο εξωτερικό, αλλά δυσφορεί εξίσου για την ελληνική τάση εξαγωγής χύμα ελαιόλαδου, ειδικά την περασμένη χρονιά, όταν η ισπανική και η ιταλική παραγωγή μειώθηκαν κατά 40% λόγω ακραίων ξηρασιών, ενώ η Ελλάδα είχε μια καλή χρονιά, με 350.000 τόνους παραγωγής.
«Αντί να εκμεταλλευτούμε την έλλειψη ιταλικών και ισπανικών προϊόντων και να τοποθετήσουμε το ελληνικό μας ελαιόλαδο στα ράφια διεθνών σούπερ μάρκετ, απλώς τους βοηθούμε να διατηρήσουν τη θέση τους πουλώντας τους χύμα», είπε η κ. Στριμπάκου.