Οι μαθητές των Ανθρωπιστικών σπουδών κλήθηκαν να επεξεργαστούν την 17η διδακτική ενότητα (Αριστοτέλη , Πολιτικά) και την 20η διδακτική ενότητα (Επίκτητος, Διατριβαί). Οι ερμηνευτικές ερωτήσεις είναι διατυπωμένες με σαφήνεια και προϋποθέτουν τη γνώση των σχολίων του σχολικού εγχειριδίου και ουσιαστική προσέγγιση του κειμένου. Η άσκηση εισαγωγής (Β3) και οι λεξιλογικές ασκήσεις (Β4 α, β) δεν παρουσιάζουν ιδιαίτερο βαθμό δυσκολίας.
Το παράλληλο κείμενο από τον Παπανούτσο (‘’Νόμος και Αρετή’’) ασχολείται με την έννοια της προαίρεσης. Οι μαθητές καλούνται να παρουσιάσουν την άποψη του συγγραφέα για την προαίρεση και να τη συγκρίνουν με την αντίστοιχη άποψη του Επίκτητου χρησιμοποιώντας το αντίστοιχο ερμηνευτικό σχόλιο από τον φάκελο υλικού. Προϋποθέτει αφαιρετική και κριτική ικανότητα, χωρίς ωστόσο ιδιαίτερα προσκόμματα.
Το απόσπασμα του αγνώστου κειμένου από το Α΄ βιβλίο της Ιστορίας του Θουκυδίδη και αποτελεί απόσπασμα της ομιλίας Των Κορινθίων στη συνέλευση της Πελοποννησιακής συμμαχίας πριν την έναρξη του Πελοποννησιακού πολέμου. Είναι αρκετά προσεγγίσιμο νοηματικά, παρουσιάζει ωστόσο κάποιες μεταφραστικές και συντακτικές δυσκολίες σε μεγαλύτερο βαθμό από τα αντίστοιχα κείμενα των Πανελλαδικών εξετάσεων τα τελευταία χρόνια.
Οι γραμματικές παρατηρήσεις δεν παρουσίαζαν ιδιαίτερες «παγίδες», καθώς προέρχονταν στο σύνολό τους από ύλη που οι μαθητές έχουν διδαχθεί στις προηγούμενες τάξεις. Τέλος, η επιλογή των όρων του κειμένου για συντακτική αναγνώριση αλλά και η αναγνώριση και η μετατροπή του ευθύ λόγου σε πλάγιο δεν προβλημάτισε τους μαθητές που είχαν εξασκηθεί επαρκώς στο συγκεκριμένο τύπο άσκησης.
ΑΠΑΝΤΗΣΕΙΣ
ΘΕΜΑ Α
Α1. Α.
1. Σωστό
2.Λάθος
3. Λάθος
Α1. Β.
α. 2
β. 1
γ. 2
δ. 1
ΘΕΜΑ Β1
Σύμφωνα με το κείμενο ο Αριστοτέλης διακρίνει δύο ειδών κοινωνίες: την κοινωνία των ζώων και την πολιτική κοινωνία των ανθρώπων. Η φύση δεν κάνει τίποτε χωρίς σκοπό· όλες οι φυσικές διεργασίες κάπου αποβλέπουν. Πρόκειται για φράση που επαναλαμβάνει ο Αριστοτέλης σε πολλές πραγματείες του. Υποστηρίζει ότι στη φύση τίποτε δεν γίνεται μάταια, τα πάντα εξυπηρετούν ορισμένη σκοπιμότητα, από την οποία και νοηματοδοτούνται: … εἰ μηθὲν μάτην ποιεῖ ἡ φύσις. Ἕνεκά του γὰρ πάντα ὑπάρχει τὰ φύσει, ἢ συμπτώματα ἔσται τῶν ἕνεκά του [: αν είναι αλήθεια ότι η φύση τίποτε δεν κάνει στην τύχη. Όλα, αλήθεια, τα φυσικά όντα υπάρχουν για κάποιο σκοπό, ή είναι τυχαία παραστρατήματα εκείνων που υπάρχουν για κάποιο σκοπό] (Περὶ ψυχῆς 434a31-32). Στην ανάπτυξή της η θεωρία αυτή ονομάστηκε αριστοτελική τελολογία. Προνομιακός χώρος της τελολογίας είναι η βιολογία. Σχεδόν όλα τα παραδείγματα που φέρνει ο φιλόσοφος αντλούνται από την έμβια φύση· γίνεται αναφορά στα σχήματα των δοντιών, που είναι όπως είναι για να εξυπηρετούν την πρόσληψη και επεξεργασία των τροφών, στις στοχευμένες ενέργειες μυρμηγκιών και μελισσών για την επιβίωση της κοινότητάς τους, στην ύπαρξη και λειτουργία των φύλλων χάριν των καρπών.
Βασίζεται, λοιπόν, ο Αριστοτέλης στη βιολογία και επεκτείνει το τελολογικό ερμηνευτικό μοντέλο του και σε άλλα πεδία των φυσικών επιστημών. (Φακελος Υλικου σελ. 161) Από την άλλη, η φύση εφοδίασε τον άνθρωπο με τον λόγο, με τη μορφή τόσο του έναρθρου λόγου όσο και της λογικής σκέψης, επειδή τον προόριζε να ζήσει μέσα σε πολιτική κοινωνία. H λέξη «λόγος» χρησιμοποιείται συχνά για να δηλωθούν αξεχώριστες μεταξύ τους η λογική (ως ιδιαίτερο γνώρισμα του ανθρώπου και ως διανοητική δραστηριότητα) και η γλώσσα (ως σύστημα σημείων και ως έκφραση). Στο συγκεκριμένο χωρίο ο λόγος αντιδιαστέλλεται προς την φωνήν, και, συνεπώς, έχει ενισχυμένη τη σημασία της γλώσσας (χωρίς να χάνεται βέβαια η σημασία της ανθρώπινης λογικής)(Φακελος Υλικου σελ. 161)
Βέβαια, πρέπει να παρατηρήσουμε ότι ο Αριστοτέλης αναγνωρίζει την ιδιότητα του «πολιτικού» και σε κάποια αγελαία ζώα, με την έννοια ότι αναλαμβάνουν και διεκπεραιώνουν όλα μαζί μια κοινή δραστηριότητα, χωρίς όμως να διαθέτουν έναρθρο λόγο και λογική σκέψη, όπως ο άνθρωπος. Έτσι, στο έργο του «Περὶ τὰ ζῷα ἱστορίαι» μνημονεύει ως «πολιτικά» ζώα, εκτός από τον άνθρωπο, τη μέλισσα,τη σφήκα, το μυρμήγκι και τον γερανό. Στην περίπτωση αυτών των ζώων, το επίθετο «πολιτικός» χρησιμοποιείται για να δηλώσει μια απλούστερη διαδικασία συμμετοχής σε κοινές δραστηριότητες, ενώ όταν αναφέρεται στον άνθρωπο, το σημασιολογικό περιεχόμενο του επιθέτου «πολιτικός» διευρύνεται και δηλώνει πιο πολύπλοκες κοινωνικές διαδικασίες. Αυτό εκφράζεται κι από το ποσοτικό επίρρημα συγκριτικού βαθμού «μᾶλλον», στην πρώτη πρόταση του κειμένου, όπου γίνεται η σύγκριση του ανθρώπου και των αγελαίων ζώων.
Ο άνθρωπος δεν μπορεί να θεωρεί υπέρτατο αγαθό την επιβίωση, όπως κάνουν τα ζώα, γιατί η φύση δεν τον έχει φτιάξει όμοιο με τα ζώα. Στα ζώα έχει δώσει τη φωνή, τη δυνατότητα να βγάζουν άναρθρες κραυγές. Ζουν λοιπόν σε αγέλες και με τη βοήθεια της φωνής προφυλάσσονται από τους επικίνδυνους εχθρούς και εκμεταλλεύονται τις ευκαιρίες για επιβίωση, για τη διασφάλιση και ανάπτυξη του φυσικού τους βίου, που αποτελεί το υπέρτατο αγαθό για τα ζώα. Στον άνθρωπο όμως η φύση, που δεν κάνει τίποτα χωρίς πρόθεση, χωρίς να το κατευθύνει σε κάποιο σκοπό (τελεολογική σκέψη), έχει δώσει το «λόγο». Μόνο ο άνθρωπος διαθέτει τα απαραίτητα όργανα (γλώσσα, φάρυγγα, χείλη, πνεύμονες, αναπνοή), που του επιτρέπουν την ηθελημένη άρθρωση και έκφραση των σκέψεων του. Ενεργοποιώντας αυτή τη δυνατότητα του ο άνθρωπος δηλώνει το «συμφέρον και βλαβερόν», άρα και το «δίκαιον και το άδικον» και αυτή η ικανότητα είναι μόνο «τοῖς άνθρώποις ἴδιον».
Σύμφωνα με τον φιλόσοφο ο άνθρωπος, που ανήκει στην ανώτερη διαλογική κλίμακα, έχει τη «διανοητική» ικανότητα, που την εκφράζει με το «λόγο». Ο άνθρωπος, αξιοποιώντας με τη βοήθεια του «λόγου» τις φυσιολογικές και πνευματικές προϋποθέσεις, που διαθέτει, μπορεί να ξεπεράσει το διαλογικό του επίπεδο και να ολοκληρωθεί ως κοινωνικό ον σε μια κοινότητα, η οποία νοείται ως γλωσσική και πολιτισμική, αλλά προπάντων ηθική, γιατί με τη βοήθεια του λόγου μπορεί να διακρίνει το «αγαθό και κακό», το «δίκαιο και άδικο» και να καθιερώσει τη δικαιοσύνη, που θα επιτρέπει την κοινωνική ειρήνη και θα εγγυάται την ευδαιμονία των μελών της.
Ο άνθρωπος λοιπόν είναι «πολιτικόν ζώον», γιατί η κατ' εξοχήν ειδοποιός διαφορά που τον ξεχωρίζει από τα άλλα ζώα, η γλώσσα, παύει να είναι κραυγή, γίνεται έναρθρος λόγος και έτσι ανταποκρίνεται στη λειτουργία της επικοινωνίας μέσα στο πλαίσιο της πόλης . Η κοινωνία και η πολιτεία δεν έχουν καμιά σχέση με την αγέλη, γιατί μόνο ο άνθρωπος ως πολιτικό ζώο έχει το προνόμιο να μιλάει, να εκφράζει τα νοήματα και τα συναισθήματα του και να καθιερώνει ένα σύστημα αξιών στηριγμένο στο δίκαιο και στην ηθική, που αποτελούν προϋπόθεση για μια κοινωνία και μια πολιτεία. Η φύση λοιπόν της κοινωνίας των ανθρώπων είναι ηθική, στηρίζεται στο αγαθό και στο δίκαιο, και σ' αυτό διαφέρει η αυτάρκεια ως τελικός σκοπός, ως υπέρτατο αγαθό των ανθρώπων από εκείνο των ζώων, που αποβλέπουν μόνο στην επιβίωση, στην εξασφάλιση της βιολογικής τους φύσης
ΘΕΜΑ Β2
Β2) Ο Επίκτητος στο απόσπασμά του από το έργο Διατριβαί παροτρύνει τον άνθρωπο να στραφεί στον εαυτό του, να συνειδητοποιήσει πρωτίστως ότι είναι άνθρωπος και μέρος του κόσμου αυτού “πολίτης εἶ τοῦ κόσμου καὶ μέρος αὐτοῦ”. Όχι, όμως, μέρος υπηρετικό αλλά ηγετικό “οὐχ ἓν τῶν ὑπηρετικῶν, ἀλλὰ τῶν προηγουμένων”. Ασφαλώς δεν υπήρχε κάποιο παγκόσμιο κράτος. Ο κόσμος εννοείται με στωική σημασία , ως ένα ενιαίο σύνολο που διέπεται από τον φυσικό νόμο και τη λογικότητα. (Φακελος Υλικου σελ. 186) Η έννοια θα ξαναχρησιμοποιεί ιδιαίτερα από τα μέσα του 19ου αι. σε ένα ολοένα περισσότερο παγκοσμιοποιημένο περιβάλλον.
Ο πολίτης λοιπόν είναι μέρος του κόσμου διότι ως λογικό ον μετέχει λιγότερο ή περισσότερο στη συμπαντική λογικότητα, στον θείο νόμο που κυβερνά τα πάντα. Η κατανόηση της συμπαντικής εξουσίας ( θεία διοίκησις) και η συμμετοχή στην εσώτερη λογική και αρμονία της φύσης και του κόσμου (φυσική κατασκευή) δίνει στον άνθρωπο ηγετική θέση μέσα σ’αυτόν.Αυτό που κινεί τον κόσμο είναι η πρόνοια, η εἱμαρμένη –είναι η απαραβίαστη τάξη του κόσμου, μια λογική και συνεκτική δύναμη, ο ίδιος ο λόγος. Όλα γίνονται σύμφωνα με αυτήν, που κάνει όλα τα πράγματα να είναι ενωμένα σε μια παγκόσμια συμπάθεια. Οι Στωικοί την ονομάζουν θεό ή και Δία: η διακυβέρνηση του κόσμου είναι η έκφραση ενός θείου, έλλογου νόμου.
Ο Επίκτητος διατυπώνει την άποψη ότι ο άνθρωπος οφείλει να μην προτάσσει το προσωπικό συμφέρον και να μην αποφασίζει για τίποτε σαν να είναι αποκομμένος από την ολότητα. Πρέπει να συνειδητοποιήσει πως δεν είναι ανεξάρτητος και αυτόνομος, αλλά αντίθετα εντάσσεται, υπάγεται σε ένα σύνολο, σε μια παγκόσμια κοινότητα, αποτελώντας οργανικό τμήμα της. “ Μηδὲν ἔχειν ἰδίᾳ συμφέρον, περὶ μηδενὸς βουλεύεσθαι ὡς ἀπόλυτον”. Έτσι η ευδαιμονία του ανθρώπου θα εξασφαλίσει εφόσον αντιληφθεί το κοσμικό σχέδιο ου λογυ για καθεττι και για τον ίδιο και έτσι καταφέρει και ο ίδιος να ενταχθεί στον κόσμο και να ρυθμίσει κατάλληλα τη συμπεριφορά του. Για να καταστήσει σαφή την παραπάνω ιδιότητα και το ρόλο του ανθρώπου ο Επίκτητος κάνει συγκεκριμένες γλωσσικές επιλογές.
Ἐπὶ τούτοις πολίτης εἶ : β’ ενικό πρόσωπο
οὐχ ἓν ... ἀλλὰ : αντίθεση
Τίς οὖν ἐπαγγελία πολίτου; : ερώτηση
ὤσπερ ἄν , εἰ ἠ χείρ ἤ ὁ πούς…ἐπί τον ὄλον»: παρομοίωση
ΘΕΜΑ Β3
1:δ, 2:α , 3: ε , 4:β , 5: στ
ΘΕΜΑ Β4
α: 1: ε, 2:δ, 3:ζ, 4: β, 5: α, 6: στ
Β4 β: Αγόραζαν αδούλευτα τα δέρματα και έπειτα τα επεξεργάζονταν μόνοι τους.
Το προηγούμενο σαββατοκύριακο πήγαμε εκδρομή στα Χανιά.
Β5 . Το θέμα της προαίρεσης, την ανθρώπινης βούλησης και ελευθερίας επιλογής έχει απασχολήσει διαχρονικά τους στοχαστές. Κοινά σημεία αυτής της προβληματικής διακρίνονται και στο δοκιμιακό κείμενο του Ευ. Παπανούτσου και στην φιλοσοφική θεωρία του Επίκτητου στο έργο του «Διατριβαί».
Στο παράλληλο κείμενο του Παπανούτσου εξαίρεται ο ρόλος της προαίρεσης και τονίζεται ότι αυτή συμπορεύεται με την βούληση αφού είναι αλληλένδετες «Όπου προαίρεση, εκεί και βούληση». Ωστόσο επισημαίνεται ότι μέσα στην καθημερινότητα λειτουργούμε μηχανικά κοινωνικός εθισμός)και σε αντίθεση με τον άνθρωπο που διαθέτει προαίρεση τα ζώα έχουν μόνο όρεξη και όχι βούληση και όχι ηθική προαίρεση.
Στο πρωτότυπο κείμενο ο Στωϊκός φιλόσοφος απευθύνοντας την παραίνεση στον άνθρωπο για την διερεύνηση της ταυτότητάς του με ένα κοφτό και άμεσο υπαρξιακό ερώτημα «Σκέψαι τίς εἶ» απαντά ο ίδιος αμέσως ότι η κατεξοχήν ανθρώπινη ιδιότητα είναι η προαίρεση που τον ξεχωρίζει από τα υπόλοιπα όντα.
Η προαίρεσις είναι ένας σημαντικός όρος της αρχαίας ηθικής φιλοσοφίας, κεντρικός στον Αριστοτέλη (βλ. 15η Διδακτική Ενότητα) και σε Στωικούς όπως ο Επίκτητος. Εκτός από τη γενική σημασία της προτίμησης, στον Επίκτητο σημαίνει την ελεύθερη βούληση, την ελεύθερη στοχαστική επιλογή ενεργειών που συγκροτεί τον ηθικό χαρακτήρα του ανθρώπου. Είναι κυρίως μία κρίση, η έλλογη ικανότητα να επιλέγουμε και να αποβλέπουμε στα αποτελέσματα των πράξεών μας. Προϋπόθεση για την προαίρεσιν είναι η διαίρεσις των πραγμάτων σε αυτά που εξαρτώνται από εμάς (τα ἐφ’ ἡμῖν) και σε αυτά που βρίσκονται πέρα από τις δυνάμεις μας (τα ἀπροαίρετα, τα οὐκ ἐφ’ ἡμῖν) και είναι ἀδιάφορα για εμάς και την επίτευξη της ευδαιμονίας.
Καταληκτικά, εντοπίζονται ως κοινά σημεία η λογικότητα, η αξία της βούλησης, η «εὐβουλία», και η προαίρεση ως ελευθερία επιλογής στον άνθρωπο. Αυτά τα στοιχεία αποτελούν τις ύψιστες αξίες του αρχαίου ελληνικού πνεύματος που διαμόρφωσαν την σκέψη και των μεταγενέστερων διανοητών και λειτούργησαν ως το έρεισμα του δυτικού πολιτισμού.
Γ 1. Αφού συνάψουμε δάνειο, μπορούμε να προσελκύσουμε με μεγαλύτερο μισθό τους ξένους που υπηρετούν στα καράβια τους. Η Αθήνα αγοράζει την δύναμή της από άλλους πολύ περισσότερο από ό,τι την βασίζει στα δικά της μέσα∙ ενώ η δική μας δύναμη κινδυνεύει πολύ λιγότερο να πάθει το ίδιο, γιατί στηρίζεται περισσότερο στα σώματα (στους στρατιώτες) παρά στο χρήμα.
Γ2. Στο απόσπασμά του ο Θουκυδίδης υποστηρίζει τους λόγους που κάνουν τους Κορινθίους να πιστεύουν πως οι Πελοποννήσιοι μπορούν να κερδίσουν τους Αθηναίους. Αρχικά, τονίζουν πως υπερέχουν ως προς το πλήθος και την πολεμική εμπειρία «πλήθει προύχοντας καὶ ἐμπειρίᾳ πολεμικῇ». Παράλληλα τονίζουν πως σαν στρατός είναι πειθαρχημένος αφού εκτελούν όλοι χωρίς εξαίρεση τις διαταγές «πάντας ἐς τὰ παραγγελλόμενα ἰόντας», ενώ το ναυτικό, αν και υστερεί σε σχέση με αυτό των Αθηναίων «ᾧ ἰσχύουσιν», οι ίδιοι θα το εξοπλίσουν από την περιουσία που έχει ο καθένας τους και από τα χρήματα που βρίσκονται στους Δελφούς και την Ολυμπία «ἀπὸ τῆς ὑπαρχούσης τε ἑκάστοις οὐσίας ἐξαρτυσόμεθα καὶ ἀπὸ τῶν ἐν Δελφοῖς καὶ Ὀλυμπίᾳ χρημάτων». Επιπλέον, θα λάβουν δάνειο «δάνεισμα γὰρ ποιησάμενοι», θα έχουν τη δυνατότητα να προσελκύσουν κρυφά με μεγαλύτερο μισθό τους μισθοφόρους ναύτες των Αθηναίων («ὑπολαβεῖν οἷοί τ’ ἐσμὲν μισθῷ μείζονι τοὺς ξένους αὐτῶν ναυβάτας.»). Εξάλλου, οι Κορίνθιοι πιστεύουν πως η δύναμη των Αθηναίων, δεν στηρίζεται στην ευψυχία τους και στο πατριωτικό τους φρόνημα, αλλά στους μισθοφόρους και τα χρήματα, σε αντίθεση με εκείνη των Κορινθίων «ὠνητὴ γὰρ ἡ Ἀθηναίων δύναμις μᾶλλον ἢ οἰκεία· ἡ δὲ ἡμετέρα ἧσσον ἂν τοῦτο πάθοι, τοῖς σώμασι τὸ πλέον ἰσχύουσα ἢ τοῖς χρήμασιν.».
Γ3. α. «Έγώ δὲ νῦν καὶ ἀδικούμενος τοὺς πολέμους ἐγείρω.»
Γ3. β. ἀμυνώμεθα: ἄμυναι
καταθησόμεθα: κατάθου
ἐπικρατῆσαι: ἐπικράτησον
προύχοντας: πρόσχες
πολλά: πλέονα
Γ4 α. ἔχοντας: αιτιολογική μετοχή
ἐπικρατῆσαι: Υποκείμενο στο εἰκός (ἐστι)
πλήθει: δοτική αναφοράς
μισθῷ =δοτική μέσου
ναυβάτας =Αντικείμενο στο ὑπολαβεῖν
ἤ οἰκεια = β΄ όρος σύγκρισης στο μᾶλλον
Γ4β. Οἱ Κορίνθιοι ἔλεγον τούτους δε τότε καί ἀδικουμένους τόν πόλεμον ἐγείρειν.
ΚΑΛΗ ΣΥΝΕΧΕΙΑ ΣΕ ΟΛΟΥΣ ΤΟΥΣ ΜΑΘΗΤΕΣ !!!