Ο πυρήνας του παρθένου δάσους της Ροδόπης και άλλες πράσινες περιοχές στην Ελλάδα χαρακτηρίζονται συχνά ως «αργέγονα δάση», ωστόσο αυτός είναι ένας ορισμός που χρησιμοποιείται για υφιστάμενα πολύ παλαιά δάση τα οποία συνεχίζουν να παραμένουν άθικτα από την επίδραση των ανθρώπων.
Ένα «παλιό δάσος» μπορεί να εξελιχθεί σε αρχέγονο, αν περάσουν αρκετοί αιώνες, κατά τη διάρκεια των οποίων εξαλειφθούν τα αποτυπώματα της ανθρώπινης επιρροής, όμως στη Δυτική Ευρώπη και τις Ηνωμένες Πολιτείες, τέτοιες εκτεταμένες παρθένες καταστάσεις δασών είναι ουσιαστικά απούσες, σύμφωνα με πολλούς δασολόγους. «Επίσημα» τέτοιες περιοχές στον πλανήτη είναι σήμερα κάποια δάση στη βόρεια ζώνη του Καναδά και της Ρωσίας (boreal forests), στον πυρήνα των τροπικών δασών κυρίως της Βραζιλίας, στην Αφρική, στην Παπούα Νέα Γουινέα, στη Άπω Ανατολή και κυρίως στην Ινδονησία.
Στην ερώτηση «τι είναι τα αρχέγονα δάση» ο καθηγητής Δασικής Γενετικής στο τμήμα Μοριακής Βιολογίας και Γενετικής, του Δημοκρίτειου Πανεπιστήμιου Θράκης, κ. Αριστοτέλης Παπαγεωργίου απαντά πως «η διεθνής βιβλιογραφία δεν είναι ξεκάθαρη σε αυτό το σημείο. Συνήθως ο όρος συνδέεται (και συγχέεται) με το 'παρθένο' δάσος, δηλαδή ένα δάσος που βρίσκεται εκτός διαχείρισης για πολλά χρόνια, πιθανόν αιώνες. Εμείς δεν αναφερόμαστε εδώ σε 'παρθένα' δάση (που άλλωστε δεν υπάρχουν στην περιοχή μας). Αυτό που έχει σημασία είναι η 'ιστορία' ενός δάσους από οικολογική και εξελικτική σκοπιά.
Από την οικολογική πλευρά, ένα αρχέγονο δάσος είναι ένα οικοσύστημα που έχει μια φυσική δομή εδώ και καιρό, που χαρακτηρίζει μια περιοχή. Εξελικτικά, ένα αρχέγονο δάσος περιέχει πληθυσμούς φυτών (κυρίως δέντρων) που βρίσκονται σε μια συγκεκριμένη περιοχή για πολλές χιλιάδες χρόνια και για το λόγο αυτό έχουν συγκεντρώσει πολύ υψηλά επίπεδα γενετικής ποικιλότητας.
Χαρακτηριστικά, για το βόρειο ημισφαίριο, αρχέγονα είναι τα δάση που συνδέονται με τα λεγόμενα 'παγετώδη καταφύγια' (glacial refugia), περιοχές δηλαδή που κατά τις παγετώδεις φάσεις των κλιματικών κύκλων του Πλειστόκαινου διατήρησαν τη βλάστησή τους και τροφοδότησαν στη συνέχεια μέσω μετανάστευσης τα σημερινά πιο βόρεια δάση.
Είναι πολύτιμα και αναντικατάστατα
Τα δάση των παγετωδών καταφυγίων έχουν τρία βασικά συστατικά που τα κάνουν πολύτιμα:
(1) έχουν πολλαπλάσια γενετική ποικιλότητα σε σχέση με τα δάση του ίδιου είδους σε πιο βόρεια γεωγραφικά πλάτη και άρα έχουν πολύ μεγαλύτερη δυνατότητα να προσαρμόζονται σε περιβαλλοντικές αλλαγές,
(2) είναι πολύ καλά προσαρμοσμένα σε ξηρά και θερμά περιβάλλοντα και
(3) έχουν ηλικία εκατομμυρίων ετών και αποτελούν τους προγόνους των πληθυσμών της Κεντρικής και Βόρειας Ευρώπης (και Ασίας και Αμερικής αντίστοιχα), που λόγω της πρόσφατης μετανάστευσης στις περιοχές αυτές είναι μόνο λίγων χιλιάδων ετών.
Τα δάση αυτά και οι πληθυσμοί των ειδών που φιλοξενούν έχουν μεγαλύτερη πιθανότητα να προσαρμοστούν στην κλιματική αλλαγή από τα βόρεια δάση και επίσης διαθέτουν γενετική πληροφορία που μπορεί να φανεί χρήσιμη για προγράμματα αναδάσωσης και αποκατάστασης των δασών στην κεντρική και βόρεια Ευρώπη. Να τονίσουμε ότι τα ίδια είδη που σχηματίζουν αρχέγονα δάση στα νότια της Ευρώπης είναι τα κύρια είδη δέντρων που βασίζεται μεγάλο μέρος της οικονομίας των βόρειων χωρών.
Τα «αρχέγονα δάση» στην Ελλάδα
Αναφερόμενος στα εγχώρια «αρχέγονα δάση» ο κ. Παπαγεωργίου επισημαίνει πως η απόδοση του όρου «εξαρτάται από το είδος του δέντρου που εξετάζουμε».
«Γενικά, περιοχές που υπήρξαν καταφύγια πριν από 20.000 χρόνια, έχουν στα γύρω ορεινά τους αρχέγονα δάση. Όλη η Ελλάδα είναι γεμάτη με τέτοια οικοσυστήματα. Χαρακτηριστικά, για είδη φυλλοβόλων δέντρων της ηπειρωτικής ζώνης, οι νότιες πλαγιές όλων των βουνών της Βόρειας Ελλάδας φιλοξενούν τέτοια δάση. Για παράδειγμα, για την οξιά, τα κυριότερα καταφύγια ήταν στο τόξο της Αλμωπίας (Βόρας και Πάικο), γύρω από την κοιλάδα των Φιλίππων της Καβάλας (Παγγαίο, Φαλακρό, Μενοίκιο) και η κοιλάδα των Σαπών (Ανατολική Ροδόπη).
Τα δάση που βρίσκονται σε όλα τα βουνά αυτά είναι αρχέγονα από εξελικτικής σκοπιάς. Να τονίσω ότι το ίδιο ισχύει για πολλά άλλα δάση με άλλα εί
Τα δάση που βρίσκονται σε όλα τα βουνά αυτά είναι αρχέγονα από εξελικτικής σκοπιάς. Να τονίσω ότι το ίδιο ισχύει για πολλά άλλα δάση με άλλα είδη πιο νότια. Γενικά η Ελλάδα από πλευράς δασικής ποικιλότητας είναι παράδεισος».
Αξίζει να σημειωθεί πως τα αρχέγονα δάση δεν είναι αναγνωρισμένο καθεστώς και σίγουρα όχι με την εξελικτική τους σκοπιά, για αυτό και δεν υπάρχουν κονδύλια και συστήματα προστασίας των αρχέγονων δασών σε ευρωπαϊκό ή εθνικό επίπεδο. Υπάγονται όμως σε άλλα συστήματα προστασίας και ειδικής διαχείρισης, όπως είναι τα εθνικά πάρκα που φιλοξενούν αρκετά από αυτά.
Σε ευρωπαϊκό επίπεδο υπάρχει το πρόγραμμα EUFORGEN που είναι πολύ δραστήριο σε εντοπισμό, περιγραφή και πρόταση μέτρων προστασίας δασικών ειδών και δασών υψηλού ενδιαφέροντος από πλευράς εξελικτικής ιστορίας.
Η Ελλάδα είναι μέλος του EUFORGEN. Υπάρχουν επίσης πολλά ερευνητικά προγράμματα. Στην πράξη, δυστυχώς, τα δάση αυτά είναι πολύ ευάλωτα και δεν προστατεύονται αποτελεσματικά. Στην Ελλάδα η διαχείριση των δασών γενικά έχει υποχωρήσει σημαντικά και αυτό επηρεάζει και τα αρχέγονα δάση.
Η μεγάλη απειλή της πυρκαγιάς
Το φετινό καλοκαίρι ήταν καταστροφικό για τα δάση της χώρας, καθώς κάηκαν περισσότερα από 1,6 εκατ. στρέμματα, σύμφωνα με τον τελευταίο επίσημο απολογισμό. Δίνοντας, μάλιστα, μια αρνητική πρωτιά στον Έβρο, όπου καταγράφηκε η μεγαλύτερη πυρκαγιά της Ευρώπης.
Όπως σημειώνει ο κ. Παπαγεωργίου, «το μεγάλο πλήγμα από τις πυρκαγιές στο δάσος της Δαδιάς αφορά στην βιοποικιλότητα των πολλών διαφορετικών ειδών πανίδας και χλωρίδας που συνυπήρχαν».
Σύμφωνα με τον καθηγητή η περιοχή «δεν ήταν ένα παρθένο δάσος, απείραχτο από τον άνθρωπο», ωστόσο αυτό ακριβώς «ήταν ένας από τους βασικούς λόγους που η βιοποικιλότητα ήταν τόσο υψηλή».
«Είχαμε ανθρώπινη παρέμβαση, ήπια γεωργία, ήπια κτηνοτροφία και άλλες δράσεις όπως η μελισσοκομία, μεταξύ άλλων, οπότε οι άνθρωποι εκεί καλλιεργούσαν αυτά τα ‘μωσαϊκά γης’ και σε συνδυασμό με την γεωγραφία είχε δημιουργηθεί ένας περιβαλλοντικός παράδεισος».
«Ήταν ένα μεικτό δάσος και η καταστροφή που καταγράφηκε με την πρόσφατη πυρκαγιά αφορά λιγότερο στην ποσότητα των καμένων στρεμμάτων και περισσότερο στην χαμένη βιοποικιλότητα» τονίζει επισημαίνοντας πως πλέον «το στοίχημα είναι να γυρίσουν όλα αυτά είδη».
Ο κ. Αριστοτέλης Παπαγεωργίου προσθέτει πως η έκταση της ζημιάς δεν μετριέται σε στρέμματα, που σύμφωνα με τις μετρήσεις ανέρχεται στο 57 – 58% του δάσους.
«Η ζημιά είναι ανυπολόγιστη, πλέον το ζήτημα είναι ποια είδη χλωρίδας και πανίδας θα «επιστρέψουν» στο δάσος και δεν γνωρίζουμε αν όλα αυτά τα είδη θα καταφέρουν να επιστρέψουν ή αν χάθηκαν οριστικά ενδημικά είδη».
«Αν δεν ξανακαεί, το δάσος θα καταφέρει να αναγεννηθεί, ωστόσο θα είναι διαφορετικό από αυτό που είχαμε. Δεν θα είναι ποτέ το ίδιο».
«Αξίζει να σημειώσουμε πως η φωτιά ανήκει στον κύκλο ζωής του δάσους, ωστόσο μιλάμε για μια φωτιά που θα προκύψει κάθε 50 – 60 -70 χρόνια και όχι μια φωτιά που καίει το δάσος κάθε χρόνο και δεν αφήνει περιθώρια αναγέννησης», τονίζει.
Προστασία και αποκατάσταση
Αν σε κάτι συμφωνούν οι περισσότεροι επιστήμονες σε Ελλάδα και εξωτερικό είναι πως η προστασία του δάσους και η πρόληψη των πυρκαγιών έχει να κάνει περισσότερο με τη «διαχείριση του δάσους» και πολύ λιγότερο με την «καταστολή της φωτιάς».
Για να προστατεύσουμε τα δάση σε όλη την Ελλάδα, «πρέπει να εφαρμοστεί ένα συνολικό σχέδιο πυροπροστασίας. Είναι σημαντικό ότι η πυροπροστασία έχει να κάνει με την πρόληψη και τη διαχείριση του δάσους και όχι τόσο με την καταστολή της πυρκαγιάς, αναφέρει.
«Πρέπει να γυρίσουμε στα σχέδια που υπήρχαν παλαιότερα, με έναν φορέα του δάσους, όπως η δασική υπηρεσία ή η δασική πυροπροστασία στο επίκεντρο. Άλλωστε, οι δασικές πυρκαγιές είναι ένα πρόβλημα του δάσους και όχι ένα πρόβλημα των πόλεων και των χωριών».
Ο κ. Παπαγεωργίου τονίζει πως «όπως έχει αποδειχτεί εκ του αποτελέσματος η καταστολή της φωτιάς δεν μπορεί να είναι η προτεραιότητα μας στην προστασία των δασών» και εξηγεί πως «η διαχείριση ενός δάσους σχετίζεται με την χρήση και τον χαρακτήρα που θέλουμε να έχει. Κάποιες περιοχές πολιτιστικό χαρακτήρα, μέσα ή γύρω από δασικές εκτάσεις και έχει κάποιο νόημα να έχουν τουριστική εκμετάλλευση.
Στην περίπτωση του δάσους της Δαδιάς σκοπός είναι η προστασία της βιοποικιλότητας. Αυτό σημαίνει πως θα μπορούσε να συμπεριλάβει την παραγωγή ξυλείας και σε κάποιο βαθμό την παρουσία κτηνοτρόφων».
«Σε μεγάλο βαθμό, αυτό που πληρώνουμε τώρα είναι την υποχώρηση των ανθρώπινων δραστηριοτήτων από το δάσος και δραματική εξαφάνιση του ανθρώπου από το δάσος».
Ένα δάσος για να παραμείνει υψηλό σε βιοποικιλότητα και να μην καεί πρέπει να έχει ανθρώπους μέσα, να έχει βοσκούς, να έχει υλοτόμους, μελισσοκόμους, κυνηγούς ακόμα και τουρίστες με ήπιο τρόπο, συμπληρώνει.
Όσον αφορά στην αποκατάσταση, σύμφωνα με τον καθηγητή Δασικής Γενετικής κ. Αριστοτέλη Παπαγεωργίου, η συζήτηση στην Ελλάδα βρίσκεται σε εξέλιξη εδώ και δεκαετίες «ωστόσο είναι ένα πρόβλημα που η επιστήμη το έχει λύσει».
Τα απαραίτητα βήματα:
- Να μην ξανακαεί το δάσος.
- Δράσεις αποκατάστασης μόνο αφού διαπιστωθεί πρώτα η φυσική δυναμική του οικοσυστήματος.
- Διαχείριση από αρμόδια υπηρεσία με τους επιστήμονες που υπάρχουν σε κάθε περιοχή.
Εν συντομία, «το πρώτο βήμα είναι να περιμένουμε ένα με δύο χρόνια για να δούμε ποια θα είναι η φυσική αναγέννηση του δάσους και τον βαθμό στον οποίο θα καταφέρει να ανακάμψει από μόνο του» και στη συνέχεια «θα πρέπει να συμπληρώσουμε εκεί που χρειάζεται – και μόνο εκεί – και μόνο με βάση τον σκοπό της διαχείρισης. Αυτό απαιτεί προφανώς επιστημονική παρακολούθηση και έρευνα, και ευτυχώς στην περιοχή υπάρχουν αξιόλογες ομάδες και οργανισμοί με επιστήμονες που ξέρουν ακριβώς τι πρέπει να γίνει».
* O Αριστοτέλης Παπαγεωργίου είναι καθηγητής Δασικής Γενετικής στο τμήμα Μοριακής Βιολογίας και Γενετικής, του Δημοκρίτειου Πανεπιστήμιου Θράκης.