Σε έναν πλανήτη που βάλλεται από την υπερθέρμανση και την ξηρασία χρόνο με το χρόνο, οι κυβερνήσεις αγνοούν εσκεμμένα μια διαφαινόμενη κρίση - αυτή του νερού
Υυπάρχει ένα «ελάττωμα» στο παγκόσμιο σχεδιασμό, που δεν είναι αμελητέο, είναι μάλλον μια «τρύπα» σε μέγεθος Γης και αφορά στο νερό και την παγκόσμια ζήτηση για τρόφιμα.
Και αυτό γιατί, προκειμένου να συμβαδίσει με τις παγκόσμιες ανάγκες επισιτισμού, η φυτική παραγωγή πρέπει να αυξηθεί κατά τουλάχιστον 50% μέχρι το 2050. Ακόμη, όμως, κι αν παραμερίσουμε όλα τα άλλα προβλήματα, όπως επιπτώσεις της θερμότητας, υποβάθμιση του εδάφους, ασθένειες των φυτών, υπάρχει ένα που, χωρίς τη συνδρομή οποιασδήποτε άλλης αιτίας, θα μπορούσε να εμποδίσει τη σίτιση του παγκόσμιου πληθυσμού: το νερό.
Σε έγγραφο που δημοσιεύθηκε το 2017 εκτιμήθηκε ότι για να αντιστοιχηθεί η παραγωγή καλλιεργειών με την αναμενόμενη ζήτηση, η χρήση νερού για άρδευση θα πρέπει να αυξηθεί κατά 146% μέχρι τα μέσα του αιώνα. Εδώ έχουμε ένα μικρό… πρόβλημα: Το νερό έχει ήδη εξαντληθεί.
Σε γενικές γραμμές, τα ξηρά μέρη του κόσμου γίνονται όλο και πιο ξηρά, εν μέρει λόγω μειωμένων βροχοπτώσεων, εν μέρει λόγω μειωμένης ροής ποταμών, καθώς ο πάγος και το χιόνι στα βουνά υποχωρούν, και εν μέρει λόγω της αύξησης της θερμοκρασίας που προκαλεί αυξημένη εξάτμιση και διαπνοή από τα φυτά.
Το νερό που απαιτείται για την κάλυψη της ζήτησης τροφίμων δεν υπάρχει
Πολλές από τις μεγαλύτερες καλλιεργητικές περιοχές του κόσμου απειλούνται τώρα από «ξαφνικές ξηρασίες», κατά τις οποίες ο ζεστός και ξηρός καιρός απορροφά την υγρασία από το έδαφος με τρομακτική ταχύτητα. Ορισμένα μέρη, όπως το νοτιοδυτικό τμήμα των ΗΠΑ, το οποίο διανύει τώρα το 24ο έτος ξηρασίας, μπορεί να έχει μετατραπεί σε μία κατάσταση μόνιμης ξηρασίας.
Τα ποτάμια αδυνατούν να φτάσουν στη θάλασσα, οι λίμνες και οι υδροφόροι ορίζοντες συρρικνώνονται, τα είδη που ζουν στο γλυκό νερό εξαφανίζονται με ρυθμό περίπου πενταπλάσιο από τα είδη που ζουν στην ξηρά και οι μεγάλες πόλεις απειλούνται από την ακραία πίεση του νερού.
Σε έναν πλανήτη που βάλλεται από την υπερθέρμανση και την ξηρασία χρόνο με το χρόνο, οι κυβερνήσεις αγνοούν εσκεμμένα μια διαφαινόμενη κρίση – αυτή του νερού
Ήδη, η γεωργία αντιπροσωπεύει το 90% της παγκόσμιας χρήσης γλυκού νερού. Έχουμε αντλήσει τόσο πολύ από το έδαφος, που έχουμε αλλάξει την περιστροφή της Γης! Το νερό που απαιτείται για την κάλυψη της αυξανόμενης ζήτησης τροφίμων απλώς δεν υπάρχει, τονίζουν οι ειδικοί.
Αυτό το έγγραφο του 2017, σημειώνει ο βρετανικός Guardian, θα έπρεπε να είχε προκαλέσει σε όλους μια αγωνιώδη αντίδραση. Αλλά ως συνήθως, αγνοήθηκε από τους υπεύθυνους χάραξης πολιτικής και τα μέσα ενημέρωσης.
Η περίπτωση της Ισπανίας και το λιώσιμο των παγετώνων
Μόνο όταν το πρόβλημα φτάνει στην Ευρώπη αναγνωρίζουμε ότι υπάρχει κρίση. Και ενώ υπάρχει πανικός για την ξηρασία στην Καταλονία και την Ανδαλουσία της Ισπανίας, υπάρχει μια σχεδόν πλήρης αποτυχία μεταξύ των ισχυρών συμφερόντων να αναγνωρίσουν ότι πρόκειται για μια μόνο περίπτωση ενός παγκόσμιου προβλήματος, που θα έπρεπε να βρίσκεται στην κορυφή της πολιτικής ατζέντας.
Αν και τα μέτρα για την ξηρασία έχουν προκαλέσει διαμαρτυρίες στην Ισπανία, αυτό δεν είναι καθόλου το πιο επικίνδυνο σημείο ανάφλεξης. Τη λεκάνη απορροής του ποταμού Ινδού μοιράζονται τρεις πυρηνικές δυνάμεις – η Ινδία, το Πακιστάν και η Κίνα – και αρκετές εξαιρετικά ασταθείς και διαιρεμένες περιοχές, που ήδη πλήττονται από την πείνα και την ακραία φτώχεια.
Σήμερα, το 95% της ροής του ποταμού κατά την ξηρή περίοδο εξάγεται, κυρίως για άρδευση. Όμως η ζήτηση νερού τόσο στο Πακιστάν όσο και στην Ινδία αυξάνεται ραγδαία. Η προσφορά – που ενισχύεται προσωρινά από το λιώσιμο των παγετώνων στα Ιμαλάια και το Χίντου Κους (Ινδοκαύκασος) – θα κορυφωθεί σύντομα και στη συνέχεια θα μειωθεί.
Ακόμη και σύμφωνα με το πιο αισιόδοξο κλιματικό σενάριο, η απορροή από τους ασιατικούς παγετώνες αναμένεται να κορυφωθεί πριν από τα μέσα του αιώνα και η μάζα των παγετώνων θα συρρικνωθεί κατά 46% περίπου μέχρι το 2100. Ορισμένοι αναλυτές θεωρούν ότι ο ανταγωνισμός για το νερό μεταξύ Ινδίας και Πακιστάν είναι η κύρια αιτία των επαναλαμβανόμενων συγκρούσεων στο Κασμίρ. Αλλά αν δεν συναφθεί μια νέα συνθήκη για τα ύδατα του Ινδού, λαμβάνοντας υπόψη την πτώση των αποθεμάτων, οι συγκρούσεις αυτές θα μπορούσαν να αποτελέσουν απλώς το προοίμιο για κάτι πολύ χειρότερο.
Τα μέτρα για περιορισμό της κατανάλωσης νερού δεν φτάνουν
Υπάρχει μια ευρέως διαδεδομένη πεποίθηση ότι αυτά τα προβλήματα μπορούν να επιλυθούν απλά με την ενίσχυση της αποτελεσματικότητας της άρδευσης: τεράστιες ποσότητες νερού σπαταλώνται στη γεωργία. Κι όμως, υπάρχει ένα παράδοξο στην αποτελεσματικότητα της άρδευσης. Καθώς οι καλύτερες τεχνικές εξασφαλίζουν ότι απαιτείται λιγότερο νερό για την καλλιέργεια ενός συγκεκριμένου όγκου καλλιεργειών, η άρδευση γίνεται φθηνότερη.
Ως αποτέλεσμα, προσελκύει περισσότερες επενδύσεις, ενθαρρύνει τους αγρότες να καλλιεργούν πιο διψασμένα, πιο κερδοφόρα φυτά και επεκτείνεται σε μεγαλύτερη έκταση. Αυτό συνέβη, για παράδειγμα, στη λεκάνη απορροής του ποταμού Γουαδιάνα στην Ισπανία, όπου μια επένδυση ύψους 600 εκατ. ευρώ για τη μείωση της χρήσης του νερού, με τη βελτίωση της αποτελεσματικότητας της άρδευσης, την αύξησε.
Μπορεί να ξεπεραστεί το παράδοξο μέσω κανονισμών: νόμοι για τον περιορισμό τόσο της συνολικής όσο και της ατομικής κατανάλωσης νερού. Αλλά οι κυβερνήσεις προτιμούν να βασίζονται μόνο στην τεχνολογία. Χωρίς πολιτικά και οικονομικά μέτρα, όμως, δεν λειτουργεί.
Ούτε άλλα τεχνικά διορθωτικά μέτρα είναι πιθανό να λύσουν το πρόβλημα. Οι κυβερνήσεις σχεδιάζουν τεράστια τεχνικά προγράμματα για τη διοχέτευση νερού από το ένα μέρος στο άλλο. Αλλά η κλιματική κατάρρευση και η αυξανόμενη ζήτηση οδηγούν πολλές από τις περιοχές – δότες νερού στην πιθανότητα να στερέψουν.
Τι μπορεί να γίνει για να μην πούμε το νερό νεράκι
Τα υγιή υδάτινα οικοσυστήματα και η βελτιωμένη διαχείριση των υδάτων μπορούν να μειώσουν τις εκπομπές αερίων του θερμοκηπίου και να παρέχουν προστασία από τους κλιματικούς κινδύνους, σημειώνουν τα Ηνωμένα Έθνη στην έκθεσή του «Νερό – στο κέντρο της κλιματικής κρίσης».
Επιπλέον, οι υγρότοποι, όπως τα μαγκρόβια δάση (είδος δάσους των υποτροπικών και τροπικών θαλάσσιων ακτών, που κυριαρχείται από ανεκτικά στο αλάτι φυτά), τα θαλάσσια λιβάδια, τα έλη και οι βάλτοι, είναι εξαιρετικά αποτελεσματικές δεξαμενές άνθρακα που απορροφούν και αποθηκεύουν CO2, συμβάλλοντας στη μείωση των εκπομπών αερίων του θερμοκηπίου.
Οι υγρότοποι χρησιμεύουν επίσης ως ρυθμιστικός παράγοντα έναντι ακραίων καιρικών φαινομένων. Παρέχουν μια φυσική ασπίδα προστασίας από τα κύματα καταιγίδων και απορροφούν την περίσσεια νερού και βροχοπτώσεων. Μέσω των φυτών και των μικροοργανισμών που φιλοξενούν, οι υγρότοποι εξασφαλίζουν επίσης αποθήκευση και καθαρισμό του νερού.
Τα συστήματα έγκαιρης προειδοποίησης για πλημμύρες, ξηρασίες και άλλους κινδύνους που σχετίζονται με το νερό παρέχουν υπερδεκαπλάσια απόδοση των επενδύσεων και μπορούν να μειώσουν σημαντικά τον κίνδυνο καταστροφών: μια 24ωρη προειδοποίηση για μια επερχόμενη καταιγίδα μπορεί να μειώσει τις επακόλουθες ζημιές κατά 30%, όπως επισημαίνεται στην έκθεση.
Αρκεί να σημειωθεί ότι τα συστήματα ύδρευσης και αποχέτευσης, που μπορούν να αντέξουν στην κλιματική αλλαγή, θα μπορούσαν να σώσουν τη ζωή περισσότερων από 360.000 βρεφών κάθε χρόνο.
Τέλος, η «έξυπνη» για το κλίμα γεωργία που χρησιμοποιεί στάγδην άρδευση (βασίζεται στην άρδευση του φυτού/δένδρου κλπ. και όχι απλώς στην άρδευση του εδάφους) και άλλα μέσα για την αποτελεσματικότερη χρήση του νερού μπορεί να συμβάλει στη μείωση της ζήτησης για τα αποθέματα γλυκού νερού.