Ενδεικτικές αυτής της παρατήρησης είναι άλλωστε οι εκθέσεις του Παγκόσμιου Μετεωρολογικού Οργανισμού και της υπηρεσίας Copernicus, οι οποίες λαμβάνοντας υπόψιν «τη διαχρονική εξέλιξη βασικών κλιματικών παραμέτρων (essential climate variables), αποδεικνύεται η συνεχής αύξηση της θερμοκρασίας, ξεπερνώντας «τακτικά» πρόσφατα μέγιστα».
«Καμπανάκι» για την υπερθέρμανση του πλανήτη
Όπως εξηγεί ο κ. Ζερεφός «η επικράτηση συστηματικά υψηλών θερμοκρασιών έχει ως αποτέλεσμα τη διατάραξη του ισοζυγίου του ύδατος μέσα στην ατμόσφαιρα, συμβάλλοντας έτσι στην εμφάνιση έντονων βροχοπτώσεων, πλημμυρικών φαινομένων και στην επιδείνωση της ξηρασίας».
Αυτές όμως οι υψηλές θερμοκρασίες οφείλονται σε μεγάλο βαθμό στον ανθρώπινο παράγοντα. «Η υπερθέρμανση του πλανήτη αποδίδεται στην εκπομπή αερίων του θερμοκηπίου προερχόμενα από ανθρωπογενείς δραστηριότητες, όπως η αστικοποίηση, η βιομηχανία, η αποψίλωση των δασών, η αναποτελεσματική διαχείριση των υδάτινων πόρων, η χρήση γης».
Υπ’ αυτή την έννοια, η νέα αυτή πραγματικότητα «απαιτεί μια νέα προσέγγιση προϋποθέτοντας τη συμβολή όλων με κοινό στόχο τον μετριασμό των επιπτώσεων της κλιματικής αλλαγής και την προσαρμογή στις νέες συνθήκες».
Μάλιστα, όπως προειδοποιούν οι επιστήμονες εντός των επόμενων δεκαετιών αναμένεται ακόμη μεγαλύτερη αύξηση της συχνότητας εμφάνισης των ακραίων καιρικών φαινομένων με επακόλουθες συνέπειες. Επομένως, μπορούμε να πούμε ότι η «νέα πραγματικότητα» δεν προβλέπεται να αναστραφεί ή να βελτιωθεί αν δεν ληφθούν άμεσα και αποφασιστικά μέτρα».
Αποανάπτυξη ή πολιτικές ανθεκτικότητας;
Στο ερώτημα εάν τελικά υπάρχει ελπίδα να αναστραφεί η κατάσταση, ο κ. Ζερεφός σημειώνει πως «η κατάσταση μπορεί να μην είναι πλήρως αναστρέψιμη σε σχέση με ορισμένες επιπτώσεις της κλιματικής αλλαγής, αλλά υπάρχουν σημαντικές ελπίδες να μετριαστούν οι επιπτώσεις της κλιματικής κρίσης και να περιοριστεί η περαιτέρω επιδείνωση».
Σύμφωνα με τον ίδιο, «οι λύσεις βρίσκονται σε δύο βασικές κατευθύνσεις: την πρόληψη (μετριασμός) και την προσαρμογή (ανθεκτικότητα).
Μεταξύ άλλων, αναφέρεται στην ενίσχυση των ανανεώσιμων πηγών ενέργειας, την προώθηση βιώσιμων πρακτικών στη γεωργία και στην κτηνοτροφία και τον σχεδιασμό υποδομών περισσότερο ανθεκτικών σε ακραία καιρικά φαινόμενα.
Αναφερόμενος στην αναγκαιότητα της αποανάπτυξης, υπογραμμίζει ότι «θα ήταν εφικτή η μείωση της επιβάρυνσης του περιβάλλοντος επενδύοντας στη βιωσιμότητα».
Εκτιμά όμως ότι μια τέτοια οπτική «απαιτεί την αναδιαμόρφωση του υπάρχοντος οικονομικού μοντέλου, η οποία θα συναντήσει κοινωνικές και πολιτικές αντιστάσεις».
«Επομένως, οι πολιτικές μετριασμού και ανθεκτικότητας» όπως αναφέρει ο καθηγητής φαίνονται «πιο ρεαλιστικές και εφαρμόσιμες, αναγνωρίζοντας όμως ταυτόχρονα ότι προϋποθέτουν μακροπρόθεσμο σχεδιασμό και επαρκή χρηματοδότηση».
«Κλείνοντας με μια αισιόδοξη ματιά, πιστεύω ότι υπάρχει ακόμα χρόνος αντίδρασης, ευελπιστώντας στις διεθνείς συνεργασίες, στη δέσμευση των κυβερνήσεων και στη συμμετοχή της κοινωνίας των πολιτών» διευκρινίζει.
Ποιες χώρες βρίσκονται στο επίκεντρο αυτών των αλλαγών
Μιλώντας για τις περιοχές που είναι πιο ευάλωτες στην κλιματική κρίση, ο κ. Ζερεφός επισημαίνει πως οι επιπτώσεις «είναι παγκόσμιες, με ορισμένες χώρες να πλήττονται περισσότερο λόγω γεωγραφικής θέσης, οικονομικής κατάστασης, υποδομών και τεχνογνωσίας στην αντιμετώπιση κρίσεων».
Στη Μεσόγειο, παραδείγματα όπως οι καταστροφές στην Ελλάδα (Ιανός 2020, Daniel 2023), στη Λιβύη (Daniel 2023), στην Ιταλία (Εμίλια-Ρομάνια 2023) και στην Ισπανία (Βαλένθια 2024) καταδεικνύουν τη σοβαρότητα των φαινομένων.
Αντίστοιχα «παράκτιες και νησιωτικές περιοχές, όπως οι Μαλδίβες, η Κούβα και το Μπαγκλαντές, πλήττονται από πλημμύρες και άνοδο της στάθμης της θάλασσας».
Από την άλλοι, αφρικανικές χώρες όπως το Σουδάν και η Μοζαμβίκη βιώνουν ξηρασίες και ερημοποίηση. Στη Νότια και Νοτιοανατολική Ασία, οι ακραίες καιρικές συνθήκες προκαλούν σοβαρές καταστροφές, ενώ οι ΗΠΑ και η Λατινική Αμερική αντιμετωπίζουν πυρκαγιές και αποψίλωση των δασών.
Εξίσου ευάλωτες είναι περιοχές όπως η Αρκτική, όπου η τήξη των πάγων επιταχύνεται, και η Αυστραλία, η οποία υποφέρει από δασικές πυρκαγιές και αύξηση της θερμοκρασίας.
Σε κάθε περίπτωση, όπως εξηγεί, ο Γενικός Γραμματέας της Ακαδημίας Αθηνών η τρωτότητα κάθε περιοχής καθορίζεται από γεωγραφικούς, οικονομικούς και κοινωνικούς παράγοντες, ενώ χώρες με υψηλές εκπομπές αερίων του θερμοκηπίου, όπως η Κίνα, οι ΗΠΑ, η Ινδία, η Ε.Ε. και η Ρωσία, επηρεάζουν δυσανάλογα τις υπόλοιπες.
Αυτή η έκταση των φαινομένων, καταλήγει, καταδεικνύει ότι «η διεθνής συνεργασία κρίνεται απαραίτητη για την αντιμετώπιση της κλιματικής κρίσης, καθώς απαιτούνται παγκόσμιες λύσεις για τον μετριασμό των επιπτώσεων, την ενίσχυση των υποδομών και τη μετάβαση σε βιώσιμες πρακτικές».
Πηγή: Cnn.gr