Οι επιστήμονες που δημοσίευσαν τα ευρήματα της έρευνάς τους, υποστηρίζουν ότι τα δείγματα έδειξαν ως προέλευση τη Νότια Ευρώπη - Η ανακάλυψη του νεκροταφείου στο Ισραήλ που μπορεί να αλλάξει τον ρου της ιστορίας
Τα γενετικά ευρήματα προέρχονταν από σκελετούς που ανακάλυψαν αρχαιολόγοι στο Ισραήλ το 2016, συμπεριλαμβανομένων των οστών των νεογνών που είχαν ταφεί κάτω από τα σπίτια των Φιλισταίων. Οι Φιλισταίοι ήταν ένας από τους μεγάλους εχθρούς των Ισραηλιτών, καθώς αναφέρονται πάντα ως κακοποιοί στα βιβλικά κείμενα, με χαρακτηριστικό παράδειγμα τον γίγαντα Γολιάθ.
«Δεν το αποδείξαμε παρουσιάζοντας παρόμοια στυλ κεραμικής, δεν το δείξαμε κοιτάζοντας κείμενα, το δείξαμε κοιτάζοντας το DNA του ίδιου του λαού», πρόσθεσε ο επικεφαλής της επιστημονικής ομάδας. «Μπορούμε να δούμε στο Ashkelon νέο DNA που προέρχεται από αυτό το μεταναστευτικό πληθυσμό που αλλάζει πραγματικά ολόκληρη την περιοχή», τόνισε, σε μία προσπάθεια να αναδείξει τη σημασία της ανακάλυψης.
Η ομάδα Ashkelon έστειλε περισσότερα από 100 σκελετικά δείγματα στο Γερμανικό Ινστιτούτο Max Planck για την Επιστήμη της Ανθρωπολογικής Ιστορίας. Το DNA βρέθηκε σε δέκα άτομα, ιδιαίτερα στα οστά του εσωτερικού αυτιού που το διατήρησαν κατά τη διάρκεια των χιλιετιών.
Τα ευρήματα, που δημοσιεύτηκαν την Τετάρτη στο περιοδικό Science Advances, έδειξαν τρία στάδια: πριν από τη μετανάστευση, τη μετανάστευση και έπειτα από μια αραίωση του γενετικού αποτυπώματος στον τοπικό πληθυσμό, μερικές εκατοντάδες χρόνια αργότερα.
Αν και η γενετική μοντελοποίηση προτείνει τη νότια Ευρώπη ως περιοχή προέλευσης, υπάρχουν ορισμένοι περιορισμοί στην δοκιμή DNA των 3000 ετών, δήλωσε ο Μάικλ Φέλντμαν, αρχαιολόγος που εργάστηκε στη μελέτη στο Max Planck.
«Αυτό το προγονικό στοιχείο προέρχεται από την Ευρώπη ή πιο συγκεκριμένα από τη νότια Ευρώπη. Οι πρόγονοι των Φιλισταίων πρέπει να έχουν ταξιδέψει στη Μεσόγειο και να φτάνουν στο Ασκελόν κάποια στιγμή μεταξύ του τέλους της εποχής του Χαλκού και της αρχής της εποχής του σιδήρου» τόνισε ο Feldman. «Θα μπορούσαμε να πούμε πολλά περισσότερα, αν είχαμε περισσότερα δεδομένα, για παράδειγμα θα μπορούσαμε να εντοπίσουμε με ακρίβεια την πηγή αυτής της μετανάστευσης», πρόσθεσε.