Έχουν περάσει πάνω από 200 χρόνια από τότε που ο Σκωτσέζος πρεσβευτής στις Βρυξέλλες και το 1795 στο Βερολίνο, Thomas Bruce Elgin - γνωστός στη χώρα μας ως Λόρδος Έλγιν ή Ελγίνος - έκλεψε τα Γλυπτά του Παρθενώνα και άλλα σημαντικά αρχαιολογικά ευρήματα από την Ελλάδα. Από τότε η «πληγή» του πολιτισμού μας ακόμη είναι ανοικτή και αιμορραγεί, μιας και τα μάρμαρα δεν έχουν ακόμη επιστραφεί στον πατρογονικό τους τόπο.
Το σοβαρό διπλωματικό ζήτημα της επιστροφής των αρχαιοτήτων στην Ελλάδα δεν έπαψε ποτέ να απασχολεί τις κυβερνήσεις που πέρασαν και με αφορμή το συμβάν με τον Κυριάκο Μητσοτάκη και την ακύρωση της συζήτησης που θα είχαν με τον Βρετανό πρωθυπουργό Ρίσι Σούνακ, κάνουμε μία ανασκόπηση του ιστορικού της κλοπής των γλυπτών, έτσι ώστε όλοι μας να γνωρίζουμε την σημαντική ιστορία τους.
Οι προσπάθειες της Ελλάδας για την επιστροφή αρχαιοτήτων του Παρθενώνα που αποσπάστηκαν από τον Έλγιν άρχισαν από το 1836. Από το 1983, με πρωτοβουλία της τότε Υπουργού Πολιτισμού Μελίνας Μερκούρη, η Ελλάδα καταβάλλει νέες προσπάθειες να φέρει τα γλυπτά πίσω στην Αθήνα. Η αναγκαιότητα της επιστροφής τους στην Ελλάδα επιβεβαιώνεται και από την επίσημη θέση της εκπροσώπου της UNESCO, με βάση την αρχή της διατήρησης της ακεραιότητας των μνημείων παγκόσμιας πολιτιστικής κληρονομίας.
Τι είδους προσωπικότητα όμως ήταν τελικά ο διαβόητος Λόρδος Έλγιν; Πώς μπόρεσε να κλέψει συνολικά 253 αρχαιότητες από τον ελληνικό χώρο; Η αφήγηση της κλοπής πλέον έχει, εκτός από ιστορικό ενδιαφέρον, κοινωνικοπολιτική και τελικά ανθρωπολογική σημασία.
Ποιος ήταν ο Λόρδος Έλγιν;
Ο έβδομος κόμης του Έλγιν και ενδέκατος κόμης του Κινκάρντιν, ήταν Βρετανός διπλωμάτης και λάτρης των κλασικών ελληνικών χρόνων. Γεννήθηκε το 1766 και ήταν τρίτος γιος του Τσαρλς Μπρους, πέμπτου κόμη του Έλγιν. Σε ηλικία πέντε ετών, το 1771, διαδέχτηκε στον τίτλο τον αδελφό του Γουίλιαμ Ρόμπερτ, έκτο κόμη. Το 1785 κατατάχθηκε στον Στρατό κι έγινε υποστράτηγος του Βρετανικού Στρατού το 1790. Κάπου εκεί άρχισε τη διπλωματική του σταδιοδρομία.
Το 1799, λόγω της εκστρατείας των Γάλλων στην Αίγυπτο, του ανατέθηκε ο ρόλος του έκτακτου πρεσβευτή στην Κωνσταντινούπολη, με διαταγές να ασχοληθεί αποκλειστικά με τα τότε πολιτικά ζητήματα. Ατυχώς όμως, όπως έδειξε η ιστορία τελικά, το μόνο πράγμα με το οποίο ασχολήθηκε αποκλειστικά, ήταν η κλοπή των Γλυπτών του Παρθενώνα και άλλων αρχαιοτήτων από την Ελλάδα.
Οι συνεργάτες του Λόρδου Έλγιν
Προς το τέλος του 1799 ή κατά προσέγγιση μετά από ένα χρόνο, ο Έλγιν «φύτεψε» στην Αθήνα τον γραμματέα της Βρετανικής πρεσβείας W. R. Hamilton (1777-1859) μαζί με μερικούς εικαστικούς από την Ιταλία, τον ζωγράφο Λουζιέρι, τους αρχιτέκτονες Ιτάρ και Βαλέστρα και τον γλύπτη Ιβάνοβιτς ανάμεσα τους, προκειμένου να καταγράψουν τα μνημεία της τότε νεογέννητης περιφέρειας της Αττικής, ιδίως γύρω από την περιοχή της σημερινής Ακρόπολης, την εκπόνηση τοπογραφικών σχεδίων και τη λήψη εκμαγείων, για να γίνει δυνατή η επιλογή και τελικά η κλοπή τους, εφόσον θα έπαιρναν σχετική άδεια από τους Τούρκους.
Ιστορικά γεγονότα γύρω από την εποχή της κλοπής των Γλυπτών
Ο παντοδύναμος Βρετανικός στόλος που νίκησε στο Αμπουκίρ της Αιγύπτου υπό τον Νέλσον επί του γαλλικού στόλου, υπό τον Μπριές το 1801, έδωσε στον Έλγιν τη δυνατότητα να αποσπάσει εντολή του καϊμακάμη, δηλαδή του ανώτερου διοικητικού υπαλλήλου της οθωμανικής αυτοκρατορίας, Σεγούτ Αβδουλάχ, το οποίο φιρμάνι του επέτρεπε την αφαίρεση λίθων ενεπίγραφων και πολλών γλυπτών από την Ακρόπολη. Η κλοπή λοιπόν όχι μόνο ήταν προμελετημένη αλλά και «ευλογημένη» από την τότε Οθωμανική Αυτοκρατορία, η οποία δεν είχε καμία όρεξη να ασχοληθεί με τον πολιτισμό της Ελλάδα και τις πολύτιμες αρχαιότητες. Έτσι ο Έλγιν μπορούσε πια να δρα ανενόχλητος και…νόμιμος.
Γύρω από το συγκεκριμένο ζήτημα της Οθωμανικής εντολής έχει αναζωπυρωθεί μέσα στα χρόνια μία ολόκληρη θρησκεία από γνώμες. Φυσικά ο μοναδικός άνθρωπος εκείνο τον καιρό που θα μπορούσε να δώσει ένα τέτοιο σημαντικό φιρμάνι ήταν ο ίδιος ο Σουλτάνος, κάτι το οποίο δεν έγινε ποτέ επίσημα.
Τέτοια εντολή όμως, απ’ ότι δείχνουν τα ιστορικά δεδομένα, δεν δόθηκε ποτέ από τον σουλτάνο στον Λόρδο Έλγιν. Ακόμα και το φιρμάνι του καϊμακάμη, ο οποίος είχε κοντινές φιλίες με τον Έλγιν και ήταν σε θέση να εκπροσωπήσει εκείνη την εποχή τον Σουλτάνο στην Κωνσταντινούπολη, τελικά δεν έδινε στον Έλγιν κανένα δικαίωμα να αφαιρέσει τα πολύτιμα γλυπτά από την Ακρόπολη.
Αυτό το διαβόητο και τελικά ψεύτικο δικαίωμα ή φιρμάνι (το οποίο μάλιστα δεν βρέθηκε ποτέ σε κανένα επίσημο αρχείο!) προέτρεπε τις τουρκικές αρχές στην Αθήνα να αφήσουν ανενόχλητα τους ανθρώπους του Έλγιν, να διενεργήσουν ανασκαφές στην γύρω περιοχή του Παρθενώνα, όπου ίσως βρισκόταν θαμμένο κάποιο ανάγλυφο ή επιγραφή.
Η εγκληματική ζωή του Έλγιν που, εκτός από «μακροχέρης», ήταν και κακοπληρωτής, μιας και χρωστούσε στο βρετανικό δημόσιο 18.000 λίρες – ποσό γιγαντιαίο για την εποχή. Όλα αυτά μας οδηγούν αναπόφευκτα στο συμπέρασμα ότι ο αδίστακτος αρχαιοκάπηλος δεν είχε κανένα σουλτανικό φιρμάνι και μάλλον πως όλα τα είχε, είτε πλαστογραφήσει ή απλά εφεύρει από το μυαλό του. Μην αφήνουμε όμως απέξω και την απαράδεκτη στάση όλων των προεστών της Αθήνας οι οποίοι άφησαν εν γνώση τους να συμβεί η κλοπή, μπροστά στα ίδια τους τα μάτια.
Οι προεστοί της Αθήνας πήραν κάποιο σημαντικό «δώρο» από τον Λόρδο Έλγιν για να «κοιτάνε αλλού» κατά τη διάρκεια της αφαίρεσης των αριστουργημάτων από την Ακρόπολη από το «συνεργείο» του Έλγιν. Η ιστορία μιλάει και λέει πάντα την αλήθεια τελικά. Μπορεί ο Έλγιν να ήταν ένας αδίστακτος απατεώνας, κι εμείς όμως σαν κράτος και σαν πολίτες δεν κάναμε ποτέ τίποτα για να το εμποδίσουμε εκείνη την εποχή.
Με ποια μέθοδο αφαιρέθηκαν τα Γλυπτά του Παρθενώνα και οι άλλες αρχαιότητες
Ο μεθοδικός τρόπος με τον οποίο οι άνθρωποι του Έλγιν αφαίρεσαν τις αρχαιότητες γύρω από την Ακρόπολη έχει μείνει στην ιστορία σαν μία από τις πρώτες επιτυχημένες μαζικές «αρπαγές» πολύτιμων αντικειμένων, όχι από μουσείο, αλλά από μία ολόκληρη χώρα.
Ένας από τους Ιταλούς εικαστικούς και ειδικούς τέχνης, ο Giovanni Battista Lusieri (1755-1821), τοποθετήθηκε στην Ακρόπολη ως ο κύριος αντιπρόσωπος του Έλγιν και ξεκίνησε τη συστηματική διαλογή γλυπτών και αρχιτεκτονικών μελών γύρω από τον Παρθενώνα. Η κλοπή τους γινόταν εκείνη την εποχή με τον πλέον λιγότερο δαπανηρό τρόπο, όπως είπε ο Λουζιέρι, σημειώθηκαν καταστροφές πάνω στα γλυπτά, όπως τραγικά λάθος πριονισμοί, άκυροι τεμαχισμοί και κατά την απόσπασή τους, προκλήθηκαν σοβαρές ζημιές ή και διατάραξη της στατικής ισορροπίας των κτιρίων στα οποία βρίσκονταν. Όλα αυτά καθιστούν τους κλέφτες του Έλγιν, όχι μόνο ξεδιάντροπους αλλά και επικίνδυνους για την πολιτιστική κληρονομιά παγκοσμίως.
Ο Λουζιέρι «πήρε την δουλειά» από τον Έλγιν για να καταγράψει ζωγραφικά τα μνημεία και τα τοπία της Ελλάδας, κανείς όμως δεν σκέφτηκε πως θα ήταν το δεξί του χέρι στις απαλλοτριώσεις των γλυπτών. Ο μισθός του ήταν 200 λίρες τον χρόνο. Λέγεται ότι ήταν αυτός τελικά που μπήκε στο μυαλό του Έλγιν και τον έπεισε να αποσπάσουν τα Γλυπτά του Παρθενώνα και των άλλων μνημείων, με το άθλιο επιχείρημα ότι κινδύνευαν από τους Οθωμανούς, που κι εκείνοι με τη σειρά τους τα αφαιρούσαν και τα πουλούσαν στους ξένους.
Ποιος είναι ο αναλυτικός αριθμός των αρχαιοτήτων που κλάπηκαν
Τα κλεμμένα μάρμαρα αντιπροσωπεύουν περισσότερο από το 1/2 από ό,τι απομένει από τον γλυπτό διάκοσμο του Παρθενώνα που διασώθηκε: 75 μέτρα από τα αρχικά 160 μέτρα, 15 από τις 92 μετόπες, 17 τμηματικές μορφές από τα αετώματα, όπως επίσης και άλλα τμήματα της αρχιτεκτονικής. Τα αποκτήματα του Έλγιν περιλαμβάνουν ακόμη αντικείμενα από άλλα κτήρια της Αθηναϊκής Ακρόπολης: το Ερέχθειο, που μεταβλήθηκε σε ερείπιο κατά τον ελληνικό αγώνα της Ανεξαρτησίας (1821-33), τα Προπύλαια και τον Ναό της Αθηνάς Νίκης. Ο λόρδος Έλγιν πήρε περίπου τα μισά από τα γλυπτά του Παρθενώνα και από τα υπόλοιπα δημιουργήθηκαν εκμαγεία σε γύψο. Έκτοτε τα Μάρμαρα αναφέρονται συχνά ως Ελγίνεια.
Η χρονιά την οποία και ξεκίνησε επισήμως η κλοπή ήταν το 1801, μία περίοδος όπου το Ελληνικό Κράτος ήταν ακόμη ανύπαρκτο. Σύμφωνα με βάσιμες ιστορικές πηγές, συνολικά ο Έλγιν έκλεψε: 253 γλυπτά έργα και αρχιτεκτονικά μέλη, διάφορα αγγεία, ηλιακά ρολόγια και πολλά άλλα. Από τον Παρθενώνα αφαιρέθηκαν 96 ακέραια ή ακρωτηριασμένα γλυπτά και ειδικότερα: Από το νότιο διάζωμα 15 ακέραια και 4 σπασμένα, από το ανατολικό διάζωμα 11 αγάλματα και τμήματά τους, από το δυτικό αέτωμα περισσότερα από 8, από τη βόρεια ζωφόρο 21 ακέραιες πλάκες κι ένα τμήμα πλάκας, από τη νότια ζωφόρο 30 ακέραιες πλάκες και 11 θραύσματα, από τη δυτική ζωφόρο 2 πλάκες και από την ανατολική ζωφόρο 4 πλάκες. Η κλοπή ήταν τεράστια και γράφεται στην ιστορία ως μία από τις μεγαλύτερες μαζικές κλοπές αρχαιοτήτων που έχουν γίνει παγκοσμίως.
Περαιτέρω από τον ναό της Απτέρου Νίκης κλάπηκαν 4 τεμάχια, 18 από το Ερέχθειο, μία Καρυάτιδα κι ένα γωνιακό ιωνικό κιονόκρανο της ανατολικής κιονοστοιχίας είναι τα σημαντικότερα από αυτά, 4 από το θέατρο του Διονύσου, μεταξύ των οποίων κι ένας κίονας από το χορηγικό μνημείο του Θρασύλλου. Πολλά από αυτά, ήταν πρωτότυπα γλυπτά του Φειδία, του Αγοράκριτου και του Αλκαμένη. Αντικείμενα ανυπολόγιστης αξίας και πολιτιστικής κληρονομιάς, τα οποία κλάπηκαν από τον Λόρδο Έλγιν.
Σημαντικότερα απ' όλα είναι βέβαια τα γλυπτά της γέννησης της Αθηνάς από το ανατολικό αέτωμα, η μετόπη της διαμάχης της Αθηνάς με τον Ποσειδώνα και η ζωφόρος με την πομπή των Παναθηναίων.
Πώς μεταφέρονταν στην Αγγλία εκείνη την δύσκολη εποχή;
Όλα τα γλυπτά και τα αντικείμενα που κλάπηκαν από τον Έλγιν, στοιβάζονταν σε ξύλινα κουτιά και μεταφέρονταν με πλοία στη Μ. Βρετανία. Οι ξεδιάντροπες κλοπές, ξεκίνησαν, όπως αναφέραμε πιο πάνω, το 1801 και ολοκληρώθηκαν το 1810, εννέα ολόκληρα χρόνια διήρκησε η «μεγαλειώδης» κλοπή.
Ο Λόρδος Έλγιν δεν άφησε ήσυχες ούτε και τις Μυκήνες, στέλνοντας εκεί τον ιερέα δρ. Χαντ, σκοπεύοντας να κλέψει και τους Λέοντες της Πύλης, ωστόσο αυτό κρίθηκε ακατόρθωτο, λόγω του βάρους των Λεόντων. Κι αυτό ήταν ένα παιχνίδι της τύχης που τελικά λειτούργησε υπέρ του Ελληνικού λαού και της κληρονομιάς του. Τώρα θα «κλαίγαμε» και τους Λέοντες των Μυκηνών αν δεν ήταν τόσο μεγάλοι.
Τα αρχικά 12 γιγαντιαία κιβώτια με τις αρχαιότητες, φορτώθηκαν το 1802 στο ιδιόκτητο ιστιοφόρο «Μέντωρ», του Έλγιν. Ωστόσο, το πλοίο βούλιαξε στον Αβλέμονα των Κυθήρων. Άλλο ένα έγκλημα απροσεξίας των κλεφτών. Το 1803, ο ίδιος ο Έλγιν, επιστρέφοντας στην Αγγλία, φόρτωσε 44 κιβώτια στο βρετανικό πολεμικό πλοίο «Diana». Άλλα κιβώτια, μεταφέρθηκαν σε πλοία της Ραγούζας (Ντουμπρόβνικ) και στα πολεμικά «Medusa» και «Hydra».
Ο θάνατός του Λόρδου Έλγιν και η κήρυξη της Ελληνικής Επανάστασης, σταμάτησαν κάθε παρόμοια ενέργεια. Η ζημιά όμως είχε ήδη γίνει, σε βάρος πάντα της παγκόσμιας κληρονομιάς.
Οι πρώτες αντιδράσεις ήρθαν…από τους Γάλλους!
Η πρώτη σημαντική αντίδραση, πρέπει να πούμε εδώ, δεν ήταν από τους Έλληνες διανοούμενους και προεστούς της εποχής. Ο πρώτος που αντέδρασε στις αδιάντροπες κλοπές και τις λεηλασίες του Έλγιν και των συνεργατών του, ήταν ένας Γάλλος πρόξενος στην Αθήνα με το όνομα Φοβέλ, ο οποίος το 1807 παρεμπόδισε μερικώς την αφαίρεση αρχαιοτήτων από την Ακρόπολη. Όπως όμως καταλαβαίνουμε όλοι τα κίνητρά του δεν ήταν ανιδιοτελή, καθαρά από αγάπη για το δίκαιο και τον ελληνικό πολιτισμό, αλλά είχαν να κάνουν με τον αυξανόμενο αγγλογαλλικό ανταγωνισμό της εποχής.
Τα κλοπιμαία από τη χώρα μας, έφτασαν τελικά στο Λονδίνο και αποθηκεύτηκαν αρχικά σε υπόστεγο της κατοικίας του Έλγιν και αργότερα στην καρβουναποθήκη του δούκα του Ντεβονσάιρ. Πράγμα αδιανόητο και καταστροφικό για τα αντικείμενα. Κατά τη διάρκεια της αποθήκευσής τους, υπέστησαν σημαντικές ζημιές από την υγρασία και την ταλαιπωρία μιας και το μέρος ήταν όπως όλοι καταλαβαίνουμε εντελώς ακατάλληλο για την ευθραυστότητα τους.
Ο Έλγιν, έστειλε ευθαρσώς και χωρίς καμία τύψη μηνύματα προς τη βρετανική κυβέρνηση για να αγοράσει τα αρχαία για την προσωπική του συλλογή. Κατά τη διάρκεια της σχετικής συνεδρίασης του Βρετανικού κοινοβουλίου ακούστηκαν γνώμες σκεπτικισμού, ακόμα και απόρριψης της πρότασης του Έλγιν. Από τότε μάλιστα ξεκίνησαν οι πρώτες αντιδράσεις για την επιστροφή τους στην Ελλάδα. Τελικά, αποφασίστηκε τα Μάρμαρα ν' αγοραστούν από το βρετανικό Δημόσιο για 35.000 στερλίνες. Επειδή όμως ο Έλγιν, χρωστούσε στο κράτος 18.000 στερλίνες, του δόθηκαν μόνο 17.000 στερλίνες. Η ιστορία και πάλι αναδεικνύει την τραγικότητα και την ειρωνεία των απατεώνων.
Οι Βρετανικές απόψεις για τις κλοπές
Το 1890, ο Βρετανός διανοούμενος, Φ. Χάρισον, έγραψε στο περιοδικό «19ος Αιώνας» το πρώτο διαβόητο κείμενο για τα Ελγίνεια Μάρμαρα και την επιστροφή τους. Ο διευθυντής του περιοδικού Τζ. Νόουλερ, του απάντησε με το άρθρο «Ο Αστεϊσμός περί των Ελγινείων Μαρμάρων», στο οποίο, γράφει, περίπου ότι ο Χάρισον αστειεύεται όταν προβάλλει το συγκεκριμένο αίτημα. Στον Νόουλερ, απάντησε σκληρά, ο ίδιος ο Κ. Καβάφης, με άρθρο του στο περιοδικό της Αλεξάνδρειας «Rivista Quindicinale».
Τον Γενάρη του 1941, έγινε πρόταση στη Βουλή των Κοινοτήτων για την επιστροφή των Μαρμάρων μετά τη λήξη του πολέμου και μέσα στα πλαίσια της κοινής πολεμικής προσπάθειας Ελλάδας και Βρετανίας εκείνη την εποχή, ωστόσο η κυβερνητική απάντηση ήταν αποθαρρυντική για άλλη μία φορά όπως θα φαινόταν στο μέλλον.
Πηγή: cnn.gr