Νέα, πολλά υποσχόμενα επιστημονικά στοιχεία υποστηρίζουν ότι η κατανάλωση μόλις λίγων ml αυτού του ιδιαίτερου ροφήματος θα μπορούσαν να ρυθμίσουν τα επίπεδα σακχάρου των διαβητικών ασθενών, προλαμβάνοντας το ενδεχόμενο απειλητικών επιπτώσεων για την υγεία τους
Πολλά ακούγονται το τελευταίο διάστημα για την kombucha (κομπούχα), ένα ρόφημα με βάση το τσάι, που καταναλώνεται πολύ στην Άπω Ανατολή. Δεν πρόκειται για καινούρια ανακάλυψη, καθώς στην Κίνα είναι αγαπημένο ρόφημα από την αρχαιότητα. Μόλις τις τελευταίες δεκαετίες, όμως, η φήμη και η χρήση της επεκτάθηκε σε ολόκληρο τον κόσμο, κυρίως χάρη στα σημαντικά, φημολογούμενα οφέλη της.
Πιο συγκεκριμένα, η κατανάλωσή kombucha έχει συσχετιστεί με βελτίωση της λειτουργίας του ανοσοποιητικού, καταπολέμηση της φλεγμονής, ενίσχυση των επιπέδων ενέργειας, αλλά και μείωση του αισθήματος της πείνας, αν και τα επιστημονικά στοιχεία που επιβεβαιώνουν αυτά τα οφέλη παραμένουν περιορισμένα.
Διερευνώντας περαιτέρω τα πιθανά οφέλη αυτού του ροφήματος με το περίεργο όνομα και την ιδιαίτερη γεύση, μια ομάδα ερευνητών από τα Πανεπιστήμια Georgetown, Nebraska-Lincoln και το MedStar Health διαπίστωσε ότι η κατανάλωσή του μπορεί να μειώσει τα επίπεδα σακχάρου των ασθενών με διαβήτη τύπου 2. Τα νέα ερευνητικά συμπεράσματα δημοσιεύθηκαν στο Frontiers in Nutrition.
Στη μελέτη, οι συμμετέχοντες χωρίστηκαν σε δύο ομάδες. Η μία ομάδα κατανάλωνε ένα ρόφημα 240 ml καθημερινά για 4 εβδομάδες, ενώ η άλλη ένα εικονικό ρόφημα. Μετά το πέρας των 4 εβδομάδων, μεσολάβησε ένα κενό διάστημα 2 μηνών και στη συνέχεια οι ερευνητές αντάλλαξαν τα ροφήματα μεταξύ των δύο ομάδων για 4 επιπλέον εβδομάδες. Καμία ομάδα δεν ενημερώθηκε ποιο ρόφημα κατανάλωνε σε κάθε φάση της μελέτης.
Τα αποτελέσματα της μελέτης έδειξαν ότι η kombucha μείωσε τα μέσα επίπεδα σακχάρου στο αίμα μετά από 4 εβδομάδες, από 164 σε 116 mg/dL, ενώ η διαφορά μετά από 4 εβδομάδες με το εικονικό φάρμακο δεν ήταν στατιστικά σημαντική. Σημειώνεται ότι, σύμφωνα με τις κατευθυντήριες οδηγίες της Αμερικανικής Διαβητολογικής Εταιρείας, συνίσταται τα επίπεδα σακχάρου στο αίμα πριν από τα γεύματα να είναι μεταξύ 70 και 130 mg/dL.
«Το δυνατό σημείο της μελέτης ήταν ότι δεν υποδείξαμε στους ανθρώπους τι να τρώνε, επειδή ο σχεδιασμός της έρευνας ήταν τέτοιος που περιόριζε τις επιπτώσεις οποιασδήποτε μεταβλητότητας στη διατροφή ενός ατόμου», επεσήμανε ο Dan Merenstein, καθηγητής Ανθρωπιστικών Επιστημών στη Σχολή Υγείας και οικογενειακής ιατρικής στην Ιατρική Σχολή του Πανεπιστημίου Georgetown.
Δεδομένου του ότι το ρόφημα kombucha έχει υποστεί ζύμωση με βακτήρια και ζυμομύκητες που αναπτύσσονται σε διάλυμα μαύρου ή πράσινου τσαγιού και ζάχαρης , οι ερευνητές εξέτασαν επίσης τη σύνθεση των μικροοργανισμών που έχουν υποστεί ζύμωση, με στόχο να προσδιορίσουν ποια συστατικά μπορεί να είναι πιο δραστικά. Ανακάλυψαν ότι το ρόφημα αποτελούνταν κυρίως από ισόποσες ποσότητες βακτηρίων γαλακτικού οξέος, οξικού οξέος και μιας μορφής ζύμης που ονομάζεται Dekkera. Το εν λόγω εύρημα επιβεβαιώθηκε με αλληλουχία γονιδίου RNA.
«Διαφορετικά προϊόντα kombucha παρουσιάζουν ελαφρώς διαφορετικά μικροβιακά μείγματα», λέει ο Robert Hutkins, από το Πανεπιστήμιο Nebraska-Lincoln και επικεφαλής συντάκτης της μελέτης. «Ωστόσο, τα κύρια βακτήρια και οι ζύμες ήταν παρόμοια μεταξύ των διαφορετικών ποικιλιών kombucha».
Τα συμπεράσματα αυτής της μελέτης υποστηρίζουν ότι μια διατροφική παρέμβαση θα μπορούσε να συμβάλλει στη μείωση των επιπέδων σακχάρου στο αίμα σε άτομα με διαβήτη. «Απαιτείται περαιτέρω έρευνα, ωστόσο αυτά τα προκαταρκτικά ευρήματα είναι πολλά υποσχόμενα», σχολίασε ο δρ. Merenstein.
Εκατομμύρια άνθρωποι σε ολόκληρο τον πλανήτη έχουν προδιαβήτη, ενώ ένα σημαντικό ποσοστό αυτών δεν το γνωρίζει καν. Παράλληλα, ο διαβήτης είναι μια από τις κυριότερες αιτίες θανάτου σε όλο τον κόσμο, ενώ αποτελεί παράγοντα κινδύνου για μια σειρά από σοβαρές παθήσεις, όπως καρδιοπάθειες, εγκεφαλικό επεισόδιο και νεφρική ανεπάρκεια.
«Η εύρεση απλών τρόπων, όπως η κατανάλωση ενός κοινού ροφήματος, που θα είχαν θετική επίδραση στα επίπεδα σακχάρου στο αίμα είναι ζωτικής σημασίας για τη μείωση του κινδύνου και τη διαχείριση του διαβήτη τύπου 2», κατέληξε ο Chagai Mendelson, επικεφαλής συντάκτης της μελέτης, από το εργαστήριο του δρ. Merenstein στο Πανεπιστήμιο Georgetown.