Μια πρωτοποριακή σουηδική μελέτη έκανε μια σημαντική συσχέτιση, συνδέοντας μεταβολικούς δείκτες με εκφάνσεις ψυχικής υγείας
Ερευνητές από τη Σουηδία αποκάλυψαν σημαντικές συσχετίσεις μεταξύ μεταβολικών βιοδεικτών και του κινδύνου εμφάνισης καταστάσεων ψυχικής υγείας, όπως η κατάθλιψη, το άγχος και οι διαταραχές που σχετίζονται με το στρες. Η σχετική μελέτη, που δημοσιεύθηκε στο JAMA Network Open, παρέχει αδιάσειστα στοιχεία ότι ο μεταβολισμός των λιπιδίων, των απολιποπρωτεϊνών και των υδατανθράκων διαδραματίζει σημαντικό ρόλο στην ψυχική υγεία.
Στη μελέτη συμμετείχαν περισσότεροι από 211.000 άνθρωποι, κυρίως από την περιοχή της Στοκχόλμης, οι οποίοι υποβλήθηκαν σε πλήθος εξετάσεων υγείας από το 1985 έως το 1996. Οι ερευνητές διεξήγαγαν στατιστικές αναλύσεις μεταξύ 2022 και 2023, δίνοντας έμφαση στη διερεύνηση της σχέσης μεταξύ διαφόρων μεταβολικών βιοδεικτών και του κινδύνου εμφάνισης διαταραχών ψυχικής υγείας.
Η μελέτη αξιοποίησε μετρήσεις στο αίμα βιοδεικτών λιπιδίων, απολιποπρωτεϊνών και υδατανθράκων, με στόχο να διαπιστώσουν εάν υπήρχε σχέση μεταξύ αυτών των βιοδεικτών και της πιθανότητας εμφάνισης κατάθλιψης, άγχους ή διαταραχών που σχετίζονται με το στρες έως το τέλος του 2020. Επιπλέον, διεξήχθη μια ανάλυση περίπτωσης – έλεγχου, η οποία περιλάμβανε όλες τις διεγνωσμένες περιπτώσεις ψυχικών διαταραχών μεταξύ των συμμετεχόντων, διευκολύνοντας με αυτόν τον τρόπο τη λεπτομερή εξέταση της πορείας των βιοδεικτών με την πάροδο του χρόνου.
Κατά τη διάρκεια μιας μέσης περιόδου παρακολούθησης 21 ετών, 16.256 συμμετέχοντες διαγνώστηκαν με διαταραχές ψυχικής υγείας. Η μελέτη των βιοδεικτών αποκάλυψε τα υψηλά επίπεδα σακχάρου και τριγλυκεριδίων αύξησαν σημαντικά τον κίνδυνο εμφάνισης όλων των εξεταζόμενων ψυχικών διαταραχών όπως η κατάθλιψη και οι αγχώδεις διαταραχές. Αντίθετα, τα υψηλότερα επίπεδα λιποπρωτεϊνών υψηλής πυκνότητας (HDL) συνδέονταν με μειωμένο κίνδυνο. Αξιόλογο στοιχείο, μάλιστα, αποτελεί το γεγονός ότι οι εν λόγω συσχετίσεις ήταν συνεπείς σε όλα τα φύλα και τις υπό εξέταση καταστάσεις ψυχικής υγείας.
Οι ερευνητές υποστηρίζουν ότι η παρούσα μελέτη ρίχνει νέο φως στις περίπλοκες συνδέσεις μεταξύ μεταβολικής υγείας και ψυχικής ευεξίας, με τα ευρήματα να υποδηλώνουν ότι η παρακολούθηση και διαχείριση των μεταβολικών δυσλειτουργιών θα μπορούσε να διαδραματίσει κρίσιμο ρόλο στην έγκαιρη ανίχνευση και πρόληψη των ψυχιατρικών διαταραχών. Ταυτόχρονα, ανοίγει το δρόμο για μελλοντικές μελέτες, με στόχο την περαιτέρω διαλεύκανση αυτών των συνδέσεων και τη διερεύνηση πιθανών προληπτικών και θεραπευτικών στρατηγικών που στοχεύουν σε μεταβολικά μονοπάτια για την καλύτερη διαχείριση της ψυχικής υγείας.