Μια φορά κι έναν καιρό, σε μια χώρα που ο Θεός της χάρισε πλούτο, ήλιο και θάλασσα… οι κάτοικοί της ζούσαν ήσυχα κι ωραία… με τις γνωστές αδυναμίες και τα κουσούρια τους, κρατώντας όμως μια ισορροπία ανάμεσά τους.
Τα χρόνια όμως πέρασαν, μαζί και κυβερνήτες… που άλωσαν το είναι τους, τη σκέψη τη δομή τους. Τους έταξαν καλή ζωή, λαγούς με πετραχήλια, τους μύησαν σ’ άλλες τεχνικές, σε νέες πλούσιες αγορές, τους έμαθαν άλλα παιχνίδια!
Το πείραμά τους πέτυχε, το ίδιο κι η τεχνική τους… με την κατσίκα του γείτονα να έχει φύγει από τη ζωή, η καθημερινότητα έγινε πιο τρομακτική, κυνηγώντας το απόλυτο, που κανένας όμως μέχρι τώρα δεν τους το είχε παρουσιάσει, ούτε εκείνοι το είχαν φανταστεί…
Μπήκαν στη σφαίρα της ταχύτητας και κυνηγώντας την ουρά τους, άρχισαν να αποξενώνονται, να αυτοκαταστρέφονται, να ποδοπατούν τα ιδανικά τους, θεωρώντας πως έτσι θα ξαναβρούν τα λογικά τους!
Σταμάτησαν να κάνουν επισκέψεις και συναντήσεις, τα πάντα πλέον τα μάθαιναν μέσα από τις ειδήσεις. Η γειτονία νεκρώθηκε, μαζί της κι αυλή, καφέ ποτέ δεν ήπιαν ξανά μαζί. Τον έπιναν μονάχοι τους, χαζεύοντας ένα άχαρο τετραγωνισμένο κουτί.
Οι φίλοι τους απέκτησαν μια τεχνική μορφή και μέσα από μια κάμερα, αντάλλασαν εικονικά χαμόγελα, φατσούλες και μηνύματα, σα να’ ταν φυλακή!
Αλλάξανε τα ρούχα τους, παπούτσια και μαλλί, στο δρόμο όταν έβγαιναν τους έβλεπες να μοιάζουν σαν αντίγραφα ρομποτικής κοπής. Σκλάβους τους κατάντησαν να κυνηγούν το χρήμα, αχάριστοι κι αγέλαστοι πίσω από μια βιτρίνα…
Διέγραψαν συνήθειες, θεσμούς και ιστορία… ξέχασαν τι είναι προσευχή και σεβασμός στα Θεία. Η αποχαύνωση του νου, μια τραγωδία.
Έχασαν το νόημα της ζωής, τι πάει να πει κοινωνική και σαρκική επαφή, με mail, Skype, Facebook, Τικ Τοκ και ότι άλλο σε λίγο βγει, κλεισμένοι περιμένουν τον αργό θάνατο που θα τους βρει καθηλωμένους σε μια καρέκλα ή σ’ έναν καναπέ!
Επειδή όμως, χρόνια τώρα ξέρουμε πως ένα παραμύθι τελειώνει με το γνωστό «...και έζησαν αυτοί καλά και μεις καλύτερα», δεν θα ήταν σωστό και λογικό να πράξουμε κι εμείς το ίδιο, αποδεχόμενοι τα όσα έζησαν και ζουν αυτοί οι άνθρωποι.
Είμαστε εδώ, ζωντανοί και χαμογελαστοί… να ζήσουμε τη ζωή μας διαφορετικά απ’ όλους εκείνους που αδύναμοι λύγισαν τα πόδια και γονάτισαν μπροστά στα εισαγόμενα τερτίπια και τις τεχνικές υπνώτισης του νου.
Είμαστε εδώ, έτοιμοι να φωνάξουμε πως είμαστε ζωντανοί, να σηκώσουμε το κεφάλι ψηλά και να κοιτάξουμε τον ουρανό, να κάνουμε το σταυρό μας, να πιάσουμε ξανά ο ένας το χέρι του άλλου, να πάμε να πιούμε έναν καφέ κάτω από τον ήλιο, κοιτάζοντας τη θάλασσα… μιλώντας και λέγοντας στους γύρω μας πως η ζωή είναι εδώ και πως πρέπει να τη ζήσουμε.
- Ο Παύλος Ανδριάς είναι δημοσιογράφος και συγγραφέας