Της Ευρυδίκης Παυλοπούλου
Αντιπροέδρου της ΕΛΜΕ Ηλείας
Το τελευταίο διάστημα, μέσα στην παραζάλη της «τηλεκπαίδευσης», απασχόλησε τον εκπαιδευτικό κόσμο το θέμα της μετατροπής των σχολείων σε πειραματικά - πρότυπα σχολεία αλλά κανένα σχολείο στη ΔΔΕ Ηλείας δεν θέλησε να υποβάλει σχετικό αίτημα. Η συζήτηση αναζωπυρώθηκε κυρίως μετά την εισήγηση της Διοίκησης, σε τοπικό επίπεδο, δύο σχολεία του Πύργου να μετατραπούν σε πειραματικά σχολεία, χωρίς να έχει διατυπωθεί η σύμφωνη γνώμη των Συλλόγων διδασκόντων των συγκεκριμένων σχολείων. Αν, καλοπροαίρετα, κάποιος απορεί γιατί η εκπαιδευτική κοινότητα, μέσα από τη συνδικαλιστική της έκφραση σε όλα τα επίπεδα, στέκεται απέναντι σε αυτή την κυβερνητική και διοικητική επιλογή, η απάντηση συνοψίζεται κυρίως στους παρακάτω λόγους:
- Αν και τα Πειραματικά Σχολεία, σύμφωνα με το θεσμικό πλαίσιο (νόμος 4692/2020 και ΦΕΚ 776/26-2-2021) «στοχεύουν στην υποστήριξη του πειραματισμού και της πιλοτικής εφαρμογής εκπαιδευτικών καινοτομιών στο εκπαιδευτικό σύστημα, σε τυχαίο δείγμα του μαθητικού πληθυσμού», νομοθετικά ωστόσο ως προς τη συγκρότηση και τη λειτουργία τους ταυτίζονται ουσιαστικά με τα Πρότυπα σχολεία, που είναι ελιτίστικα σχολεία. Με την υλοποίησή τους η εκπαιδευτική πραγματικότητα οδηγείται στην κατηγοριοποίηση των σχολείων, των μαθητών και των εκπαιδευτικών και σε μια διαδικασία ανταγωνισμού και διαγκωνισμού μεταξύ τους. «Αριστεία» λοιπόν και «καινοτομίες» για τους λίγους, υποβάθμιση για τους πολλούς. Αυτή η δρομολογούμενη νέα πραγματικότητα δεν έχει καμιά σχέση με το διαχρονικό αίτημα των εκπαιδευτικών για ποιοτικό, καθολικό, δωρεάν, δημόσιο σχολείο για όλα ανεξαιρέτως τα παιδιά και δεν καλύπτει τις σύγχρονες σύνθετες κοινωνικές ανάγκες.
- Η επιλογή των μαθητών σε αυτά τα σχολεία γίνεται με κλήρωση. Έτσι καταργείται το σχολείο των παιδιών της γειτονιάς (τα οποία θα μπορούσαν κάτω από προϋποθέσεις να αποτελούν ένα τυχαίο αντιπροσωπευτικό δείγμα μαθητών για παιδαγωγική έρευνα σε εκπαιδευτικά θέματα). Με την εφαρμογή αυτού του πλαισίου γίνεται υποχρεωτική η μετακίνηση των μαθητών στις όμορες σχολικές μονάδες, με επακόλουθες συνέπειες στην εκπαιδευτική διαδικασία, στον οικογενειακό προγραμματισμό αλλά και πιθανές ψυχολογικές συνέπειες για τους μετακινούμενους μαθητές.
- Χάνονται, επίσης, οι οργανικές θέσεις των εκπαιδευτικών που είναι οριστικά τοποθετημένοι στο σχολείο που μετατρέπεται σε πειραματικό (παρ 15 και 16, άρθρο 19 Ν.4692/2020) και οι εκπαιδευτικοί, αντί να εστιάσουν στα εκπαιδευτικά τους καθήκοντα ωθούνται σε ένα αέναο κυνήγι προσόντων, προκειμένου να διατηρήσουν την έτσι κι αλλιώς επισφαλή θέση τους. Ταυτόχρονα τα εργασιακά δικαιώματα ακόμα και το διδακτικό ωράριο τους τίθεται υπό αμφισβήτηση, καθώς το ΥΠΑΙΘ μπορεί να το τροποποιεί κατά το δοκούν (παρ. 23, άρθρο 19).
- Στα παραπάνω, εν συντομία, θα πρέπει να προστεθούν η διαφορετική χρηματοδότηση των σχολείων, η προσέλκυση χορηγών, η ανάμειξη εξωσχολικών φορέων και προσωπικοτήτων στα θέματα λειτουργίας του σχολείου, η υλοποίηση σκληρότατης αξιολόγησης, την οποία μόλις πρόσφατα οι εκπαιδευτικοί απέρριψαν επιλέγοντας μαζικά την αποχή από αυτήν.
- Δεν είναι όμως και κωμικοτραγικό σε τοπικό επίπεδο να μιλάμε για πειραματικά σχολεία (γειτνιάζοντα με ΑΕΙ), τα οποία « θα πρέπει να είναι συνδεδεμένα με τα Πανεπιστημιακά ιδρύματα ώστε να εφαρμόζουν τα προτεινόμενα από αυτά προγράμματα ……», τη στιγμή που καταργήθηκαν τα πανεπιστημιακά τμήματα στην Ηλεία;
Για όλους τους παραπάνω λόγους είναι τουλάχιστον ανεδαφικό ή κρύβει σκοπιμότητες το να ερμηνεύει οποιοσδήποτε, την αντίθεση των εκπαιδευτικών στη δημιουργία σχολείων «των λίγων προνομιούχων ή τυχερών», ως αδιαφορία και βόλεμα τους ή ως άρνηση τους στην ψηφιακή επανάσταση και ανάπτυξη. Η πολιτική της πυγμής και του αυταρχισμού στην εκπαίδευση έχει διαμορφώσει εκρηκτικό κλίμα στον εκπαιδευτικό κόσμο, ο οποίος ωθούμενος από το φιλότιμό του, εδώ και ένα χρόνο παλεύει μόνος του, χωρίς καμία ουσιαστική στήριξη και προστασία από τους διοικούντες, να είναι κοντά στα παιδιά και τις ανάγκες τους επιστημονικά, παιδαγωγικά, ανθρώπινα.