Μνήμες από τη Γερμανική Κατοχή ξύπνησαν πρόσφατα στην Αγία Τριάδα του Δήμου Αρχαίας Ολυμπίας. Αφορμή, μία ακόμα ιστορία που έγινε γνωστή και προστέθηκε σε τόσες άλλες. Μία ιστορία που έφερε στο προσκήνιο, για άλλη μια φορά, την αγριότητα των Γερμανών κατακτητών, τη βαρβαρότητα και τη φρίκη του πολέμου.
Είναι πλέον γνωστό ότι η χώρα μας υπέστη αναλογικά τις περισσότερες ανθρώπινες απώλειες και καταστροφές από κάθε άλλη μη σλαβική χώρα στην κατεχόμενη Ευρώπη. Μαρτυρίες επιζώντων που υπήρξαν αυτόπτες μάρτυρες αντιποίνων και μαζικών σφαγών καταγράφουν ακόμα και σήμερα το μέγεθος της καταστροφής και τις επιπτώσεις της Κατοχής στη χώρα μας.
Συγγενείς θυμάτων αναζητούν τον τόπο εκτέλεσης των συγγενών τους για να τελέσουν έστω ένα τρισάγιο ώστε να αναπαυθούν οι ψυχές τους. Κι όσο κι αν μας φαίνεται παράδοξο που ρίχνονται σ έναν τέτοιο αγώνα, τόσα χρόνια μετά, δε μπορούμε παρά να αναγνωρίσουμε την ανάγκη τους να αναλάβουν την υποχρέωση αυτή που διέπεται από συγγενική αγάπη αλλά και από ένα ιερό καθήκον απέναντι στους δικούς τους ανθρώπους.
Από μια τέτοια ανάγκη, από την αίσθηση του χρέους και του ιερού καθήκοντος παρακινήθηκε κι ο Ιωάννης Πορετσάνος, συνταξιούχος δικηγόρος, κάτοικος Πατρών, όταν πρόσφατα έφτασε στο χωριό μας, στην Αγία Τριάδα, κατόπιν έρευνας ετών και εκπληρώνοντας την τελευταία επιθυμία του πατέρα του να βρει στοιχεία για τον αδερφό του που εκτελέστηκε από τους Γερμανούς, αλλά δε βρέθηκε το πτώμα του ώστε να ταφεί.
Η έρευνα αυτή έφερε στο φως ότι τον Ιούνιο του 1944, στις 23,ο νεαρός 23χρονος τότε Ιωάννης Πορετσάνος του Κωνσταντίνου και της Ελένης, κάτοικος Λεχουρίου Καλαβρύτων που διέμενε στην Πάτρα και στην Τριταία Αχαΐας, εκτελέστηκε από τους Γερμανούς στην Αγία Τριάδα Ηλείας (τότε Μπουκοβίνα). Τη μέρα εκείνη ο εκτελεσθείς και τρεις φίλοι του βρίσκονταν στην περιοχή Καγιαφαίϊκα κοντά στο Διάσελο Τριταίας. Εκεί συνάντησαν μια ομάδα Γερμανών που κατευθυνόταν στην Τρίπολη. Οι φίλοι του πρόλαβαν και κρύφτηκαν. Ο ίδιος επειδή θεώρησε ότι δεν υπήρχε λόγος να κρυφτεί παρέμεινε και τους έδωσε νερό από το πηγάδι. Όταν έφευγαν, ο διερμηνέας - συνεργάτης τους, του ζήτησε τα χαρτιά του. Οι τρεις φίλοι παρακολουθούσαν από απόσταση και είδαν ότι με την επίδειξη των εγγράφων συνελήφθη αμέσως και όπως συμπέραναν αυτό συνέβη διότι μέσα στα χαρτιά του είχε και το αντάρτικο πάσο για την ακώλυτη διακίνησή του, αφού ήταν βαφέας ενδυμάτων και πήγαινε από χωριό σε χωριό.
Οι Γερμανοί τον εκτέλεσαν με μαρτυρικό τρόπο(τον έδεσαν στο κορμό μιας απιδιάς και τον πυροβολούσαν από απόσταση επιδεικνύοντας την ευστοχία τους με αλαζονική συμπεριφορά) και απείλησαν τους κατοίκους ότι, αν θάψουν το νεκρό, θα γυρίσουν και θα κάψουν το χωριό. Έτσι παρέμεινε ο νεκρός άταφος και το πτώμα του φαγώθηκε από τα αγρίμια, πράγμα που έμεινε στη μνήμη όλων στο χωριό ως φρικιαστικό γεγονός.
Οι συγγενείς του, η χαροκαμένη μάνα και τα αδέρφια του ζητούσαν να βρεθεί το σώμα του νεκρού τους ή έστω το σημείο θανάτου του για να ταφεί ή να γίνει ένα τρισάγιο στη μνήμη του. Ο μικρότερος γιος της οικογένειας έδωσε το όνομα του αδικοχαμένου αδερφού του στο γιο του και φεύγοντας από τη ζωή είχε αυτό ως τελευταία επιθυμία, να βρεθούν στοιχεία για τον αδερφό του ώστε να ηρεμήσει η ψυχή του..
Ο γιος αυτός, ο Ιωάννης Πορετσάνος, συνταξιούχος δικηγόρος, κάτοικος Πατρών, 79 χρόνια μετά το θάνατο του θείου του και συνονόματου του, αναζητεί αγωνιωδώς, μαζί με την αδελφή του Ελένη, συνταξιούχο εκπαιδευτικό, να βρει την άκρη του νήματος, να αποδώσει τις προβλεπόμενες τιμές στο νεκρό συγγενή του, να εκπληρώσει το ηθικό του χρέος...
Μέσα στα πλαίσια αυτής της αγωνιώδους αναζήτησης λοιπόν, βρέθηκε στην Αγία Τριάδα, ρώτησε κι έμαθε αυτό που ζητούσε καθώς οι υπερήλικες κάτοικοι , ο Μιχάλης Δάρμας και ο Αρτέμης Σταθόπουλος, θυμούνταν το περιστατικό που είχαν ζήσει ως παιδιά κι έδωσαν πολύτιμες πληροφορίες.
Όπως ανέφερε ο δημοτικός σύμβουλος Αρχαίας Ολυμπίας, Ανδρέας Μπενέτσης, "... με τη βοήθεια και τη συμπαράσταση των χωριανών που συμμερίστηκαν τον πόνο και το βάρος που κουβαλάει αυτός ο άνθρωπος από γενιά σε γενιά, του υπεδείχθη και το συγκεκριμένο σημείο εκτέλεσης του νεκρού, στιγμή που προκάλεσε απερίγραπτα συναισθήματα, δέος, ρίγη και δάκρυα συγκίνησης σε όλους μας.
Θέλω λοιπόν σαν εκπρόσωπος του χωριού μου να εκφράσω τη συγκίνησή μου, τη θλίψη για τον τρόπο φυγής από τη ζωή ενός νέου ανθρώπου, τον αποτροπιασμό μου για τη βαρβαρότητα των Γερμανών σε άμαχο πληθυσμό, το σεβασμό για τους συγγενείς που δεν έπαψαν στιγμή να αναζητούν το νεκρό τους.
Και θέλω να καταλήξω... Όσα χρόνια κι αν περάσουν, οι ηθικοί άγραφοι νόμοι θα είναι πάντα ανώτεροι από τους ανθρώπινους και η δικαιοσύνη θα ζητά πάντα την απονομή της είτε με τον ανθρώπινο είτε με το θεϊκό τρόπο... Ας κρατήσουμε λοιπόν ζωντανές τις μνήμες του παρελθόντος ως παράδειγμα προς αποφυγή αλλά και με σεβασμό στους παθόντες, στους ανθρώπους που βασανίστηκαν κι υπέφεραν τα δεινά του πολέμου. Ας μη ζήσουμε ποτέ ξανά τέτοιες φρικτές στιγμές..." ανέφερε ο κ. Μπενέτσης...