Με νευρικότητα, ελλείψεις και το άγχος της οικονοµικής ζηµίας ξεκινά η νέα χρονιά στο κοµµάτι των καλλιεργητικών φροντίδων, που εγκαινιάζει η περίοδος επιφανειακής λίπανσης στα χειµερινά σιτηρά και την οποία διαδέχονται οι προεργασίες των εαρινών σπορών.
Οι τιµές στα βασικά προϊόντα θρέψης έχουν τριπλασιαστεί συγκριτικά µε πέρυσι, µε τα σκευάσµατα για επιφανειακά λιπάσµατα σίτου 26-0-0 να ανέρχονται στα 36 ευρώ για το 40κιλο τσουβάλι, όταν την αντίστοιχη περίοδο το 2021 δεν υπερέβαιναν τα 12,5 ευρώ.
Η αύξηση της τιµής κατά 200% περίπου δεν είναι το µόνο συγκυριακό βαρίδι στο πεδίο της αγροτικής παραγωγής. Ήδη εκδηλώνονται περιπλοκές εξαιτίας των ελλείψεων, αφού το υψηλό κόστος έχει στενέψει ιδιαίτερα και το µπάτζετ των καταστηµάτων µε αγροτικά εφόδια, τα οποία προειδοποιούν παραγωγούς ότι µέσα στο επόµενο 20ήµερο τα αποθέµατά τους ενδέχεται να έχουν εξαντληθεί. Τα σφιχτά οικονοµικά δεδοµένα επεκτείνονται δηλαδή σε ολόκληρη την αλυσίδα, ξεκινώντας από τους παραγωγούς φτάνοντας µέχρι και τις εταιρείες εισροών.
Παράλληλα, το γεγονός ότι η ευρωπαϊκή αγορά σκληρού σίτου διατηρείται στα υψηλά, σηµειώνοντας µάλιστα και νέα άνοδο την περασµένη Τετάρτη 12 Ιανουαρίου, όταν η πρώτη ποιότητα στη Φότζια επέστρεψε στην κορυφή των 553 ευρώ ο τόνος (+10 ευρώ), έρχεται να εντείνει την αγωνία στις αγορές. Άλλωστε, σε αυτήν την περίοδο, η άνοδος στις τιµές λειτουργεί περισσότερο σαν πάτηµα περαιτέρω ενίσχυσης των τιµών στις εισροές, παρά διευκολύνει τους παραγωγούς, µε τις προοπτικές για το δεύτερο εξάµηνο του 2022 να παραµένουν δυσανάγνωστες. Σε κάθε περίπτωση, οι κινήσεις ανόδου των αγορών ελάχιστα διασφαλίζουν τους αγρότες, που καλούνται να συντάξουν και την στρατηγική τους για τις σπορές της άνοιξης.
Φυσικά σε ακόµα πιο δυσµενή θέση βρίσκονται παραγωγοί που πούλησαν πέρυσι την παραγωγή τους σε τιµές κάτω από τα 30 λεπτά. Ενδεικτική είναι η περίπτωση παραγωγών από τον κάµπο της Κωπαΐδας. Πρόκειται για αγρότες που διέθεσαν πάνω στα αλώνια µε 25 λεπτά την σοδειά τους, µε τον τοπικό εµπορικό παράγοντα να µην δέχεται αναπροσαρµογή της τιµής, παρά το γεγονός ότι αυτή διπλασιάστηκε µέσα στους επόµενους µήνες.
Εδώ οι χειρισµοί που απαιτούνται από τους παραγωγούς είναι ακόµα πιο απαιτητικοί. Θα έλεγε κανείς ότι καλούνται να εργαστούν µε τα χέρια τους δεµένα, ξεκινώντας τη νέα καλλιεργητική χρονιά γράφοντας ήδη ζηµιές, που δύσκολα θα ισορροπήσουν ακόµα και αν τελικά η αγορά κρατηθεί στα σηµερινά επίπεδα µέχρι και το τέλος του 2022. Αντίστοιχη είναι και η εικόνα στις περιπτώσεις παραγωγών που δραστηριοποιούνται σε τοµείς της αγροτικής παραγωγής που δεν επηρεάστηκαν από τον κύκλο ανόδου που παρέσυρε τις τιµές στα σιτηρά, το καλαµπόκι και το βαµβάκι.
Ακόµα πάντως και στις τάξεις εκείνων που κατάφεραν να πουλήσουν στα υψηλά του εύρους, ο προβληµατισµός και η αγωνία δεν κρύβονται. Το ρίσκο, όπως επανειληµµένα έχει γράψει η Agrenda είναι µεγάλο φέτος, ενώ πολλοί δεν κρύβουν την ανησυχία τους, ότι οι ανατιµήσεις στα κόστη παραγωγής θα διατηρηθούν ακόµα και όταν τα υψηλά στις τιµές διάθεσης των προϊόντων υποχωρήσουν.
Η ανακοίνωση ΥπΑΑΤ για το Συμβούλιο Υπουργών Γεωργίας και Αλιείας:
«Την δημιουργία ενός ειδικού πλαισίου πλαίσιο στήριξης και ενίσχυσης των γεωργών και κτηνοτρόφων μας, Ελλήνων και Ευρωπαίων, ώστε να προστατεύονται από τις αυξήσεις τιμών στον τομέα της ενέργειας, των ζωοτροφών και των λιπασμάτων, ζήτησε ο υπουργός Αγροτικής Ανάπτυξης και Τροφίμων κ. Σπήλιος Λιβανός, στο Συμβούλιο Υπουργών Γεωργίας και Αλιείας και Επιτρόπων.
Μετά τη συνεδρίαση ο κ. Λιβανός δήλωσε:
«Έθεσα μετ’ επιτάσεως στο Συμβούλιο Υπουργών και τους Επιτρόπους, εκπροσώπους της Ευρωπαϊκής Επιτροπής, το φλέγον ζήτημα της συνεχιζόμενης ραγδαίας αύξησης των τιμών της ενέργειας, των ζωοτροφών και των λιπασμάτων.
Είναι η ώρα η ΕΕ να δημιουργήσει ένα ειδικό πλαίσιο στήριξης και ενίσχυσης των γεωργών και κτηνοτρόφων μας, Ελλήνων και Ευρωπαίων, που βλέπουν το κόστος παραγωγής τους να φθάνει στα ύψη, δημιουργώντας τεράστια προβλήματα βιωσιμότητας και σε ορισμένες περιπτώσεις ακόμα και επιβίωσης για τους έλληνες παραγωγούς.
Επίσης, δώσαμε στήριξη στις προτεραιότητες της Γαλλικής Προεδρίας, για μια ισχυρή και κυρίαρχη Ευρώπη της ανάκαμψης, ανάπτυξης, ασφάλειας και αλληλεγγύης.
Μια Ευρώπη που στηρίζει τους παραγωγούς μας, τοποθετεί την αγροτική ανάπτυξη στο επίκεντρο της Ευρωπαϊκής οικονομίας, προστατεύει τους κανονισμούς και εξασφαλίζει ίσους όρους ανταγωνισμού για τα προϊόντα μας σε σχέση με τις εισαγωγές από τρίτες χώρες».