∆ιατηρείται αµείωτη και τη νέα χρονιά η ζήτηση για το πρόβειο γάλα, κρατώντας στην κορυφή της καµπύλης αποδόσεων τις τιµές παραγωγού, χωρίς να υπάρχει µέχρι στιγµής κάποια ενηµέρωση περί του αντιθέτου.
Η λεπτή ισορροπία που επιτεύχθηκε από τα τέλη της προηγούµενης χρονιάς, συνδυάζοντας κατά κάποιο τρόπο τα κόστη ζωοτροφών, τις τιµές παραγωγού και τις τιµές διάθεσης της φέτας (κυρίως στις διεθνείς αγορές) φαίνεται να έχει αντοχή και να µην επηρεάζεται από τις τελευταίες εξελίξεις στη ζώνη του αγελαδινού.
Οι πληροφορίες θέλουν τον ορίζοντα του ενδιαφέροντος για το πρόβειο και το γίδινο γάλα να µετατοπίζεται προς τα τέλη Μαρτίου µε αρχές Απριλίου, όταν αφενός κορυφώνεται η εγχώρια παραγωγή, αφετέρου πιστοποιείται η δυνατότητα των µικρών κυρίως τυροκοµικών επιχειρήσεων να διαθέσουν τη φετινή παραγωγή σε τιµές που να καλύπτουν επαρκώς τα αυξηµένα κοστολόγια από την προµήθεια της πρώτης ύλης.
Για τους «µεγάλους» δεν τίθεται θέµα, τονίζει στην Agrenda παράγοντας του χώρου, µιας και η διεθνής αγορά έχει δείξει τεράστιο ενδιαφέρον την τελευταία διετία για την ελληνική φέτα και ένα αξιόλογο µέρος των καταναλωτών έχει µάθει πλέον να ξεχωρίζει τη φέτα από τα υπόλοιπα λευκά τυριά.
Έτσι οι εξαγωγές φέτας αυξάνονται συνεχώς, δίνοντας τη δυνατότητα στις καλά οργανωµένες επιχειρήσεις να αυξάνουν αντίστοιχα τις πωλήσεις τους.
Εκεί που ίσως δηµιουργηθεί ένα ζήτηµα, είναι µε τους µικρότερους παίκτες και ειδικότερα µε όσους εξ αυτών παραµένουν ευθυγραµµισµένοι µε την εσωτερική αγορά, όπου οι συνθήκες διάθεσης των τυροκοµικών καθίστανται αρκετά πιο ανταγωνιστικές. Ειδικά η πολιτική που εφαρµόζεται από τις µεγάλες αλυσίδες λιανικής, µε ελάχιστες εξαιρέσεις (λόγω ονόµατος) δεν αφήνει πολλά περιθώρια στις µικρές τυροκοµικές µονάδες να ενσωµατώσουν τα υψηλά κόστη παραγωγής στην τιµή διάθεσης του προϊόντος στο ράφι. Το ίδιο ισχύει σε µεγάλο βαθµό µε τη µαζική εστίαση, όπου υπάρχει µεν αυξηµένη ζήτηση, όχι όµως και διάθεση να παρακολουθήσει τις τιµές στις οποίες έχει σκαρφαλώσει η φέτα.
Μέχρι στιγµής πάντως οι µικρότεροι τυροκόµοι, µε όπλα την ευελιξία, την εντοπιότητα, τη διαφοροποίηση της παραγωγής και τη δυνατότητα να πηγαίνουν πόρτα – πόρτα, ειδικά στην εστίαση, έχουν δείξει µεγάλες αντοχές και παραµένουν µε αξιώσεις στο παιχνίδι.
Λίγο διαφορετικά µοιάζουν τα πράγµατα στη ζώνη του αγελαδινού γάλακτος, όπου η γαλακτοβιοµηχανία, µε αφορµή πρώτη µικρή υποχώρηση των τιµών στο ευρωπαϊκό άπαχο γάλα έχουν στείλει τα πρώτα σηµειώµατα περί αλλαγών στις τιµολογήσεις των παραγωγών. Οι πληροφορίες θέλουν τον Όλυµπο να έχει ήδη ενηµερώσει για το ∆εκέµβριο ότι τιµολογεί 2 λεπτά χαµηλότερα, δηλαδή από τα 60 στα 58 λεπτά το κιλό, ενώ ένα λεπτό χαµηλότερα (στα 59 λεπτά) έκοψε τιµή η ∆ΕΛΤΑ (CVC). Αντίθετα η ΜΕΒΓΑΛ δεν έχει ανακοινώσει προς το παρόν νέο τιµολόγιο.
Τα ερωτήµατα που βασανίζουν γελαδάρηδες
Αµαρτίες στο θεσµικό πλαίσιο για τα γαλακτοκοµικά από το παρελθόν φαίνεται να πληρώνει η εγχώρια αγελαδοτροφία, καθώς η παραγωγή φρέσκου αγελαδινού βαίνει µειούµενη και την ίδια ώρα, οι τιµές παραγωγού, παίρνουν την κατιούσα.
«Πως είναι δυνατό η ελληνική παραγωγή αγελαδινού γάλακτος να επαρκεί µόλις για το 1/3 των καταναλωτικών αναγκών της χώρας σε γαλακτοκοµικά και την ίδια ώρα, όλα σχεδόν τα σχετικά προϊόντα στο ράφι να αναγράφουν ότι παράγονται «αποκλειστικά από ελληνικό φρέσκο γάλα»; Πως είναι επίσης δυνατόν, εισαγόµενα τυριά να ανασκευάζονται και να χρησιµοποιούν παραπλανητικά για το κοινό προσωνύµιο όπως «Τρικαλινό», «Μακεδονικό» κ.ο.κ. Πως είναι επίσης δυνατόν οι τιµές του ελληνικού νωπού γάλακτος να καθορίζονται ευθέως και ανταγωνιστικά ως προς τα εισαγόµενα συµπυκνώµατα υψηλής θερµικής επεξεργασίας;», αναρωτιέται η ΕΦΧΕ.
Πηγή: Agronews.gr