Τετάρτη, 12 Ιουνίου 2024 13:38

Θαλασσινά: Οι ιχθυοκαλλιέργειες ξεπέρασαν σε παραγωγή την αλιεία

Γράφτηκε από

H συμβατική αλιεία δίνει πλέον μικρότερη παραγωγή από ό,τι τα ιχθυοτροφεία.

Για πρώτη φορά οι ιχθυκαλλιέργειες ξεπέρασαν σε παραγωγή τη συμβατική αλιεία, ανακοίνωσε ο Οργανισμός Τροφίμων και Γεωργίας (FAO) του ΟΗΕ, μια εξέλιξη που δημιουργεί την ελπίδα για κάλυψη των παγκόσμιων αναγκών χωρίς λεηλασία των θαλασσών.

Από τους 223,2 εκατομμύρια τόνους ψαριών, μαλακίων, φυκιών και άλλων θαλασσινών που διατέθηκαν προς πώληση το 2022, οι 130,9 εκατομμύρια τόνοι προήλθαν από ιχθυοκαλλιέργειες, δείχνει η τελευταία έκθεση του FAO.

Αν εξαιρεθεί η παραγωγή φυκιών, τα ιχθυοτροφεία έδωσαν 94,4 εκατομμύρια τόνους, ποσότητα που αντιστοιχεί στο 51% της παγκόσμιας παραγωγής θαλάσσιων ζώων.

«Τα νούμερα αυτά δείχνουν το δυναμικό των ιχθυοκαλλιεργειών να ταΐσουν τον αυξανόμενο πληθυσμό της Γης» δήλωσε στους δημοσιογράφους ο βοηθός γενικός διευθυντή του FAO Μανουέλ Μπαράνζ.

«Είναι το ταχύτερο σύστημα παραγωγής τροφίμων εδώ τις τελευταίες πέντε δεκαετίες» επισήμανε.

Η ετήσια κατά κεφαλήν κατανάλωση θαλάσσιων ζώων αυξήθηκε σε παγκόσμιο επίπεδο από τα 9,1 κιλά το 1961 στα 20,7 κιλά το 2022

Παρόλα αυτά, μόλις 10 χώρες –Κίνα, Ινδονησία, Ινδία, Βιετνάμ, Μπαγκλαντές, Φιλιππίνες, Νότια Κορέα, Νορβηγία, Αίγυπτος, Χιλή- αντιστοιχούν σε περισσότερο από το 90% της παγκόσμιας παραγωγής, κάτι που σύμφωνα με τον FAO καθιστά απαραίτητες τις επενδύσεις σε άλλες χώρες, ειδικά στην Αφρική όπου οι εισαγωγές θαλασσινών ξεπερνούν την παραγωγή.

Οι ιχθυοκαλλιέργειες συναντούν ωστόσο και αντιδράσεις, με τους επικριτές να επισημαίνουν τις περιβαλλοντικές βλάβες, τον κίνδυνο εξάπλωσης ασθενειών και την εισβολή ξενικών ειδών. Σύμφωνα με τον FAO, τα προβλήματα αυτά μπορούν να αποφευχθούν με κατάλληλες νομικές ρυθμίσεις και συστηματική παρακολούθηση.

Σύμφωνα με την έκθεση του οργανισμού, η ετήσια κατά κεφαλήν κατανάλωση θαλάσσιων ζώων, μια βασική πηγή πρωτεΐνης για εκατομμύρια ανθρώπους σε όλο τον κόσμο, αυξήθηκε σε παγκόσμιο επίπεδο από τα 9,1 κιλά το 1961 στα 20,7 κιλά το 2022 και προβλέπεται να συνεχίσει να ανεβαίνει.

Στο μεταξύ η παραγωγή της συμβατικής αλιείας παραμένει σταθερή από τα τέλη της δεκαετίας του 1980 και έφτασε τους 92,3 εκατ. τόνους το 2022.

Παρόλο που οι ποσότητες δεν αυξάνονται, τα τελευταία δεδομένα δείχνουν ότι το 37,7% των ιχθυαπιθεμάτων σε όλο τον κόσμο υφίστατο υπερεκμετάλλευση το 2021, μια συνεχής αύξηση από το 1974, όταν το νούμερο περιοριζόταν σε 10%, ανέφερε ο FAO.

«Το ζήτημα της βιωσιμότητας είναι πηγή μεγάλης ανησυχίας» είπε ο Μπαράνζ, προσθέτοντας όμως ότι σε κάποια αποθέματα γίνεται καλή διαχείριση, όπως στους πληθυσμούς του τόνου, των οποίων το 90% εκτιμάται ότι βρίσκεται σε βιώσιμα επίπεδα.

«Πρόκειται για μια αξιοθαύμαστη βελτίωση την τελευταία δεκαετία» δήλωσε ο βοηθός γενικός διευθυντή του FAO. Από τα δέκα κυριότερα θαλάσσια είδη που καταναλώνονται σε όλο τον κόσμο, είπε, το 80% βρίσκεται σε βιώσιμα επίπεδα.

Πηγή: In.gr

Τελευταία τροποποίηση στις Τετάρτη, 12 Ιουνίου 2024 11:02

Σχετικά Άρθρα

  • Ιχθυοκαλλιέργεια: Ο «χάρτης» των εξαγωγών για το ελληνικό ψάρι
    Ιχθυοκαλλιέργεια: Ο «χάρτης» των εξαγωγών για το ελληνικό ψάρι

    Παρά τις συνεχιζόμενες πληθωριστικές πιέσεις στα τρόφιμα που επηρέασαν τις συνήθειες των καταναλωτών, κατά συνέπεια και τις πωλήσεις των ψαριών, η ελληνική ιχθυοκαλλιέργεια διατήρησε την εξωστρέφειά της το 2023, καθώς το 83% της συνολικής παραγωγής διατέθηκε στο εξωτερικό.

    Συγκεκριμένα, το προηγούμενο έτος, 100.361 τόνοι από τσιπούρα και λαβράκι, αξίας 572,04 εκατ. ευρώ, διατέθηκαν σε 36 αγορές εκτός Ελλάδας, σύμφωνα με τα στοιχεία της ετήσιας έκθεσης της ΕΛΟΠΥ. Το 75% της παραγωγής κατευθύνθηκε σε 20 χώρες της ΕΕ των 27 ενώ τo 9% σε 16 τρίτες χώρες.

    Σε σχέση με το 2022, οι εξαγωγές κατέγραψαν πτώση 3,7% ως προς τον όγκο και 4,6% ως προς την αξία, κάτι που αποδίδεται κυρίως στην μείωση της διαθεσιμότητας σε λαβράκι. Αξίζει να σημειωθεί ότι το πρώτο 9μηνο του 2023 οι εξαγωγές κατέγραφαν πτώση που έφτανε από 14% έως και 24% σε μηνιαία βάση, με τη ζήτηση να αρχίζει να ανακάμπτει μόλις το τελευταίο τρίμηνο του έτους. Σε ό,τι αφορά τις τιμές, η μέση τιμή πώλησης της τσιπούρας κυμάνθηκε στα 5,24 ευρώ το κιλό παρουσιάζοντας οριακή αύξηση 0,6% σε σχέση με το προηγούμενο έτος ενώ για το λαβράκι η μέση τιμή πώλησης μειώθηκε κατά 2,6 % στα 6,3 ευρώ το κιλό.

    Σε τρεις χώρες το 61% της παραγωγής

    Η Ιταλία, η Ισπανία και η Γαλλία απορροφούν, παραδοσιακά, πάνω από τη μισή ελληνική παραγωγή καθώς στις τρεις αυτές χώρες πωλήθηκε το 61% της ελληνικής παραγωγής και το 73% των εξαγωγών του 2023. Τη μεγαλύτερη αγορά για τα ελληνικά ψάρια αποτελεί η Ιταλία, απορροφώντας το 1/3 της παραγωγής σε τσιπούρα και λαβράκι, στην Ισπανία κατευθύνθηκε το περίπου 28%, ενώ η Γαλλία εισήγαγε από τη χώρα μας περίπου το 15% της παραγωγής.

    Σε ό,τι αφορά τις υπόλοιπες χώρες- προορισμούς για το ελληνικό ψάρι, εάν εξαιρεθούν οι ΗΠΑ, Ολλανδία, Γερμανία, Βουλγαρία, Πορτογαλία, Ρουμανία, Καναδάς, Κύπρος και Αγγλία, όπου εξαγωγές κυμάνθηκαν από 1.000 – 5.000 τόνους, στις υπόλοιπες 24 χώρες, κινήθηκαν κάτω από τους 800 τόνους.

    elopy.jpg

    Πηγή: Cnn.gr

  • Δέσμη αλιευτικών δυνατοτήτων για τη Μεσόγειο και τον Εύξεινο Πόντο το 2025
    Δέσμη αλιευτικών δυνατοτήτων για τη Μεσόγειο και τον Εύξεινο Πόντο το 2025

    Η Ευρωπαϊκή Επιτροπή εξέδωσε πρόταση σχετικά με τις αλιευτικές δυνατότητες στη Μεσόγειο και τον Εύξεινο Πόντο το 2025. Η πρόταση προωθεί τη βιώσιμη διαχείριση των ιχθυαποθεμάτων στη Μεσόγειο και τον Εύξεινο Πόντο και υλοποιεί τις πολιτικές δεσμεύσεις που αναλήφθηκαν με τη δήλωση MedFish4Ever και τη δήλωση της Σόφιας.

    Οι εναπομένουσες αλιευτικές δυνατότητες θα προταθούν, αφού δημοσιευτούν τα αποτελέσματα της ετήσιας συνόδου της Γενικής Επιτροπής Αλιείας για τη Μεσόγειο (ΓΕΑΜ) και οι νέες επιστημονικές γνωμοδοτήσεις της Επιστημονικής, Τεχνικής και Οικονομικής Επιτροπής Αλιείας (ΕΤΟΕΑ) που αναμένονται στα μέσα Νοεμβρίου.

    Για τη Δυτική Μεσόγειο, η πρόταση περιλαμβάνει όρια αλιευτικής προσπάθειας για τις μηχανότρατες και τα παραγαδιάρικα, όρια αλιευμάτων γαρίδας βαθέων υδάτων και μηχανισμό αντιστάθμισης για τις μηχανότρατες. Τα μέτρα αυτά συνάδουν με το πολυετές σχέδιο διαχείρισης (MAP) της Δυτικής Μεσογείου για τα βενθοπελαγικά αποθέματα, το οποίο, από τον Ιανουάριο του 2025 και κατόπιν μεταβατικής περιόδου πέντε ετών, θα αρχίσει να εφαρμόζει εύρη μέγιστης βιώσιμης απόδοσης (ΜΒΑ) —δηλαδή τη μέγιστη ποσότητα ιχθύων που μπορούν να εξαχθούν από τη θάλασσα χωρίς να τεθεί σε κίνδυνο η αναγέννηση και η μελλοντική παραγωγικότητα του αποθέματος.

    Στη Μεσόγειο, η Επιτροπή προτείνει να συνεχιστεί η υλοποίηση του πολυετούς σχεδίου για τον κυνηγό —όπως συμφωνήθηκε στο πλαίσιο της ΓΕΑΜ το 2023— και να παραταθεί η σταδιακή μείωση των αλιευμάτων λυθρινιού και γαρίδας βαθέων υδάτων. Στην Αδριατική, η πρόταση περιλαμβάνει την εφαρμογή των πολυετών σχεδίων της ΓΕΑΜ για τα βενθοπελαγικά και τα μικρά πελαγικά αποθέματα. Στον Εύξεινο Πόντο, η πρόταση περιλαμβάνει όρια αλιευμάτων και ποσοστώσεις για την παπαλίνα και το καλκάνι.

    Βάσει των ανωτέρω προτάσεων, καθώς και των επικείμενων προτάσεων της Επιτροπής, το Συμβούλιο θα ορίσει, στις 9 και 10 Δεκεμβρίου, την κατανομή των αλιευτικών δυνατοτήτων. Ο Κανονισμός θα αρχίσει να εφαρμόζεται την 1η Ιανουαρίου 2025.

    Πηγή: Etheas.gr

  • Ιχθυοκαλλιέργεια για οικονομική ανάπτυξη και βιωσιμότητα
    Ιχθυοκαλλιέργεια για οικονομική ανάπτυξη και βιωσιμότητα

    Η ιχθυοκαλλιέργεια στην Ελλάδα έχει αναδειχθεί ως ένας από τους πιο δυναμικούς και σημαντικούς κλάδους της πρωτογενούς παραγωγής

    Με τη σταδιακή μείωση των αποθεμάτων άγριων ψαριών και τις περιβαλλοντικές προκλήσεις που αντιμετωπίζει η παραδοσιακή αλιεία, η ανάγκη για βιώσιμες και αποδοτικές εναλλακτικές λύσεις γίνεται επιτακτική. Σε αυτό το πλαίσιο, η ιχθυοκαλλιέργεια προσφέρει σημαντικά οφέλη τόσο στην οικονομία όσο και στην απασχόληση, ενώ ταυτόχρονα συμβάλλει στην προστασία των θαλάσσιων οικοσυστημάτων.

    Η ιχθυοκαλλιέργεια στην Ελλάδα ξεκίνησε τη δεκαετία του 1980 και αναπτύχθηκε ραγδαία τις επόμενες δεκαετίες. Σήμερα, η χώρα κατατάσσεται ανάμεσα στους κορυφαίους παραγωγούς ψαριών ιχθυοκαλλιέργειας στην Ευρώπη. Οι κυριότερες περιοχές καλλιέργειας περιλαμβάνουν τα παράκτια και νησιωτικά μέρη του Αιγαίου και του Ιονίου Πελάγους.

    Τα Κύρια Είδη Ιχθυοκαλλιέργειας Στην Ελλάδα, τα κύρια είδη που καλλιεργούνται είναι η τσιπούρα (Sparus aurata) και το λαβράκι (Dicentrarchus labrax). Αυτά τα δύο είδη αντιπροσωπεύουν την πλειονότητα της παραγωγής και εξάγονται σε πολλές χώρες της Ευρωπαϊκής Ένωσης και παγκοσμίως. Επιπλέον, καλλιεργούνται και άλλα είδη όπως ο φαγκρί, η πέστροφα και ο κρανίος, αν και σε μικρότερη κλίμακα.

    Η ιχθυοκαλλιέργεια αποτελεί έναν από τους σημαντικότερους εξαγωγικούς τομείς της ελληνικής οικονομίας. Οι εξαγωγές ψαριών ιχθυοκαλλιέργειας συνεισφέρουν σημαντικά στην οικονομική ανάπτυξη, παρέχοντας έσοδα που υποστηρίζουν την εθνική οικονομία.

    Επιπλέον, η βιομηχανία αυτή δημιουργεί πολλές θέσεις εργασίας σε παράκτιες και νησιωτικές περιοχές, όπου συχνά οι επιλογές απασχόλησης είναι περιορισμένες.

    Η ιχθυοκαλλιέργεια προσφέρει απασχόληση σε χιλιάδες ανθρώπους σε διάφορα στάδια της παραγωγικής διαδικασίας. Από τους εργαζόμενους στις μονάδες καλλιέργειας και τους επαγγελματίες στις μονάδες επεξεργασίας, μέχρι τους ειδικούς σε θέματα διαχείρισης και διανομής, η βιομηχανία αυτή παρέχει σημαντικές ευκαιρίες απασχόλησης. Ιδιαίτερα στις απομακρυσμένες περιοχές, οι θέσεις εργασίας που δημιουργούνται συμβάλλουν στην τοπική ανάπτυξη και την οικονομική σταθερότητα.
    Περιβαλλοντικές Προκλήσεις και Λύσεις

    Η ανάπτυξη της ιχθυοκαλλιέργειας δεν έρχεται χωρίς προκλήσεις. Η διαχείριση των αποβλήτων, η χρήση χημικών και φαρμάκων, καθώς και η διατήρηση της ποιότητας των υδάτων είναι ζητήματα που απαιτούν προσεκτική προσέγγιση.

    Οι βιώσιμες πρακτικές, όπως η χρήση βιολογικών τροφών, είναι καίριας σημασίας για τη μείωση των περιβαλλοντικών επιπτώσεων.

    Βελτίωση της Ευζωίας των Ψαριών

    Η ευζωία των ψαριών αποτελεί προτεραιότητα για τις σύγχρονες ιχθυοκαλλιέργειες. Η εφαρμογή προγραμμάτων ευζωίας που περιλαμβάνουν τη σωστή διατροφή, την αποφυγή του στρες και την παρακολούθηση της υγείας των ψαριών είναι κρίσιμη για την ποιότητα και την απόδοση της παραγωγής. Ερευνητικά κέντρα και πανεπιστήμια συνεργάζονται με τη βιομηχανία για την ανάπτυξη και την εφαρμογή βέλτιστων πρακτικών ευζωίας

    Η καινοτομία και η τεχνολογία παίζουν σημαντικό ρόλο στην ανάπτυξη της ιχθυοκαλλιέργειας. Η χρήση συστημάτων αυτοματισμού, οι νέες τεχνικές καλλιέργειας και η εφαρμογή της γενετικής βελτίωσης είναι μερικά παραδείγματα των τεχνολογικών εξελίξεων που συμβάλλουν στη βελτίωση της αποδοτικότητας και της βιωσιμότητας του κλάδου.

    Με τη συνεχή μείωση των αποθεμάτων άγριων ψαριών και την αυξανόμενη ζήτηση για θαλασσινά προϊόντα, η ιχθυοκαλλιέργεια αναμένεται να παίξει ακόμη μεγαλύτερο ρόλο στο μέλλον.

    Η προώθηση των βιώσιμων πρακτικών και η ενίσχυση της έρευνας και της καινοτομίας θα είναι κρίσιμα στοιχεία για την περαιτέρω ανάπτυξη του κλάδου.

    Η ιχθυοκαλλιέργεια στην Ελλάδα είναι ένας κλάδος με τεράστιες προοπτικές και σημαντική συμβολή στην εθνική οικονομία και την απασχόληση. Με την εφαρμογή βιώσιμων πρακτικών και τη συνεχή βελτίωση των συνθηκών ευζωίας των ψαριών, μπορεί να αποτελέσει πρότυπο για τον υπόλοιπο κόσμο. Η στήριξη της πολιτείας και η ενημέρωση του κοινού για τα οφέλη και τις προκλήσεις της ιχθυοκαλλιέργειας είναι απαραίτητα βήματα για τη μελλοντική ανάπτυξη του κλάδου.

    Πηγή: Cnn.gr
  • Κυρίαρχη η θέση της Ελλάδας σε αλιεία και υδατοκαλλιέργεια – Τι δείχνουν τα στοιχεία
    Κυρίαρχη η θέση της Ελλάδας σε αλιεία και υδατοκαλλιέργεια – Τι δείχνουν τα στοιχεία

    Σε 6,2 δισ. ευρώ ανήρθε η αξία της ευρωπαϊκής αλιείας, ενώ της υδατοκαλλιέργειας σε 4,9 δισ. ευρώ

    Σε 4,2 εκατ. τόνους ανήρθε η παραγωγή ιχθυηρών στην ΕΕ το 2022, με τις ποσότητες της αλιείας να φτάνουν τα 3,1 εκατ. ευρώ και της υδατοκαλλιέργειας τα 1,1 εκατ. ευρώ, σύμφωνα με τα στοιχεία της Eurostat.

    Στις πρώτες θέσεις των χωρών με τις μεγαλύτερες παραγωγές υδατοκαλλιέργειας βρίσκεται και η Ελλάδα, όπου με την Ισπανία, την Γαλλία και την Ιταλία αντιπροσωπεύουν περισσότερα από τα δύο τρίτα της παραγωγής της ΕΕ.

    Σύμφωνα με τα στοιχεία, τα αλιεύματα παραμένουν η κύρια πηγή ιχθυηρών στην ΕΕ, αντιπροσωπεύοντας το 74% της συνολικής παραγωγής.

    Σε τέσσερις χώρες της ΕΕ ανήκουν περίπου τα δύο τρίτα (67%) της συνολικής ευρωπαϊκής παραγωγής αλιευμάτων και θαλασσινών το 2022

    Οι τιμές

    Σε όρους αξίας, οι ποσότητες στην ευρωπαϊκή αλιεία εκτιμάται ότι ανήλθαν σε 6,2 δισεκατομμύρια ευρώ, ενώ η παραγωγή υδατοκαλλιέργειας ανήλθε σε 4,9 δισεκατομμύρια ευρώ. Συνεπώς, η μέση τιμή για τα αλιευτικά προϊόντα ήταν 1,9 ευρώ/κιλό και 4,5 ευρώ/κιλό των ιχθυηρών της υδατοκαλλιέργειας.

    Η κατάσταση στην ΕΕ δεν μοιάζει με την παγκόσμια τάση, όπου σε μια έκθεση του Οργανισμού Τροφίμων και Γεωργίας των Ηνωμένων Εθνών (FAO) ότι το 2022 υπήρχε η αναφορά ότι για πρώτη φορά στην ιστορία, η υδατοκαλλιέργεια ξεπέρασε την αλιεία ως ο κύριος παραγωγός ιχθυηρών.

    Οι κυρίαρχες χώρες παραγωγής

    Σε τέσσερις χώρες της ΕΕ ανήκουν περίπου τα δύο τρίτα (67%) της συνολικής ευρωπαϊκής παραγωγής αλιευμάτων και θαλασσινών το 2022.

    Η Ισπανία παρήγαγε λίγο περισσότερο από το ένα τέταρτο (κατ’ εκτίμηση 25,2 %) του συνόλου, ακολουθούμενη από τη Γαλλία (17 %), την Ελλάδα (13%) και την Ιταλία (12%).

    Οι μέσες τιμές πώλησης για τα μύδια ήταν περίπου 1,1 ευρώ/κιλό, για το λαβράκι περίπου 7 ευρώ/κιλό και για τον τόνο ήταν περίπου 18 ευρώ/κιλό. Μεταξύ των χωρών της ΕΕ, η Ελλάδα είχε την υψηλότερη αξία παραγωγής υδατοκαλλιέργειας το 2022 (περίπου 844 εκατομμύρια ευρώ), αντιπροσωπεύοντας το 17,4 % του συνόλου της ΕΕ. Η αξία της παραγωγής ήταν αμέσως υψηλότερη στην Ισπανία (803 εκατ. ευρώ), στη συνέχεια στη Γαλλία (791 εκατ. ευρώ) και στην Ιταλία (553 εκατ. ευρώ).

    Πηγή: In.gr
  • Ιχθυοκαλλιέργειες: «Κλειδί» το χωροταξικό για την επόμενη ημέρα
    Ιχθυοκαλλιέργειες: «Κλειδί» το χωροταξικό για την επόμενη ημέρα

    Οι ελληνικές επιχειρήσεις στις ιχθυοκαλλιέργειες έχουν να αντιμετωπίσουν ένα ακόμα πρόβλημα που είναι ο ανταγωνισμός από τα εισαγόμενα στην ΕΕ προϊόντα

    Η επίλυση των θεσμικών ζητημάτων που αφορούν κυρίως τον χωροταξικό σχεδιασμό, αλλά και η νέα φάση επενδύσεων που απαιτούνται για την ανάταξη του κλάδου στο φόντο των εξελίξεων στη μεγαλύτερη εταιρεία του κλάδου, την Avramar, αποτελούν τα βασικά ζητήματα του κλάδου των ιχθυοκαλλιεργειών στην παρούσα στιγμή.

    Στο πρόσφατο Συνέδριο Ιχθυοκαλλιέργειας 2024, που πραγματοποιήθηκε στα τέλη Ιουνίου στην Αθήνα, κορυφαίοι ομιλητές έθεσαν τις προκλήσεις και τις ανάγκες του κλάδου για την εξασφάλιση της βιωσιμότητας στην επόμενη μέρα του τονίζοντας ότι η ιχθυοκαλλιέργεια είναι διάσπαρτη σε όλη την επικράτεια και αναπτύσσεται σε περιοχές που μειονεκτούν και δεν συγκρούονται με τον τουρισμό ενώ αποτελεί μια σημαντική συνεισφορά στην ελληνική οικονομία.

    Ο κλάδος είναι από τους βασικούς για τη διατροφική ασφάλεια της χώρας αλλά και εισφέρει στις εξαγωγές.

    Ο κλάδος είναι από τους βασικούς για τη διατροφική ασφάλεια της χώρας αλλά και εισφέρει στις εξαγωγές. Συγκεκριμένα, διατηρώντας σταθερά την ηγετική της θέση στην Ευρωπαϊκή Ενωση, το 2023 η Ελλάδα παρήγαγε 120.000 τόνους μεσογειακών ειδών ιχθύων αξίας 685 εκατ. ευρώ με την αξία εξαγωγών να υπερβαίνει τα 572 εκατ. ευρώ. Ακόμη μια χρονιά οι ελληνικές επιχειρήσεις επιβεβαίωσαν τον ισχυρό τους εξαγωγικό χαρακτήρα με το 80% της παραγωγής να εξάγεται σε 37 χώρες συνεισφέροντας θετικά στο εμπορικό ισοζύγιο της χώρας.

    Η καταγραφή

    Για τον λόγο αυτό η Ελληνική Οργάνωση Παραγωγών Υδατοκαλλιέργειας (ΕΛΟΠΥ), ξεκινάει για πρώτη φορά ένα έργο καταγραφής του πραγματικού οικονομικού και κοινωνικού αποτυπώματος ενός κλάδου που στις 11 από τις 13 περιφερειακές ενότητες δημιουργεί πάνω από 12.000 θέσεις άμεσες και έμμεσες θέσεις απασχόλησης. Δεν είναι μόνο η αξία των πωλήσεων και ό όγκος των εξαγωγών, αλλά η συνολικά προστιθέμενη αξία του κλάδου σε άλλες παραγωγικές δραστηριότητες και υπηρεσίες που εξαρτώνται ή αναπτύσσονται χάρη στην ιχθυοκαλλιέργεια. Ωστόσο, σύμφωνα με τον ΕΛΟΠΥ, την περαιτέρω ανάπτυξη του κλάδου αναστέλλουν η έλλειψη ενός σύγχρονου και ανταγωνιστικού θεσμικού πλαισίου που θα ενισχύσει τη λειτουργία των υφιστάμενων επιχειρήσεων και την προσέλκυση νέων στρατηγικών επενδύσεων. Το κυριότερο έγκειται στην απουσία ολοκληρωμένου χωροταξικού σχεδιασμού που εμποδίζει τον σχεδιασμό της αναπτυξιακής στρατηγικής του, καθώς από το 2015 και ύστερα από δύο διαδοχικές παρατάσεις, έχουν ιδρυθεί μόνο 6 από τις 23 περιοχές οργανωμένης ανάπτυξης υδατοκαλλιεργειών (ΠΟΑΥ).

    Μάλιστα οι επιχειρηματίες του κλάδου τονίζουν ότι η έλλειψη ενός σύγχρονου και ανταγωνιστικού θεσμικού πλαισίου αναστέλλει την περαιτέρω ανάπτυξη του κλάδου και την προσέλκυση νέων στρατηγικών επενδύσεων. Σύμφωνα με τον Απόστολο Τουραλιά, πρόεδρο της Ελληνικής Οργάνωσης Παραγωγών Υδατοκαλλιέργειας, είναι παράδειγμα προς μίμηση για την ΕΕ οι ΠΟΑΥ που υπάρχουν στην Ελλάδα.

    Εκτός όμως από την έλλειψη χωροταξικού, οι ελληνικές επιχειρήσεις έχουν να αντιμετωπίσουν ένα ακόμα πρόβλημα που είναι ο ανταγωνισμός από τα εισαγόμενα στην Ευρωπαϊκή Ενωση προϊόντα ιχθυηρών από τρίτες χώρες. Οι εξελίξεις στην Avramar που αποτελεί και τη μεγαλύτερη εταιρεία είναι κομβικές. Σύμφωνα με πληροφορίες, υπάρχει επενδυτικό ενδιαφέρον για την εταιρεία τόσο από Ελληνες όσο και από ξένους επενδυτές και μέχρι τα τέλη Σεπτεμβρίου αναμένεται να υπάρξουν εξελίξεις.

    Πηγή: Premium έκδοση «Τα ΝΕΑ» - In.gr - ΦΩΤΟΓΡΑΦΙΑ: ΧΡΗΣΤΟΣ ΜΠΟΝΗΣ/ EUROKINISSI

  • Οι αναδυόμενες οικονομίες θα συνεχίσουν να οδηγούν τις γεωργικές αγορές
    Οι αναδυόμενες οικονομίες θα συνεχίσουν να οδηγούν τις γεωργικές αγορές

    Οι αναδυόμενες οικονομίες έχουν οδηγήσει όλο και περισσότερο τις εξελίξεις στην παγκόσμια γεωργική αγορά τα τελευταία 20 χρόνια και προβλέπεται να συνεχίσουν να το κάνουν κατά την επόμενη δεκαετία, αλλά με περιφερειακές αλλαγές που συνδέονται με την αλλαγή των δημογραφικών στοιχείων και τη νέα οικονομική ευημερία, σύμφωνα με νέα έκθεση που δημοσιεύθηκε από τον Οργανισμό Τροφίμων και Γεωργίας των Ηνωμένων Εθνών (FAO) και τον Οργανισμό Οικονομικής Συνεργασίας και Ανάπτυξης (ΟΟΣΑ).

    Η έκθεση για τις γεωργικές προοπτικές 2024-2033 του ΟΟΣΑ και του FAO αποτελεί το βασικό παγκόσμιο σημείο αναφοράς για τις μεσοπρόθεσμες προοπτικές των αγορών βασικών γεωργικών προϊόντων. Επί δύο δεκαετίες, η έκθεση ανέλυε τις τάσεις των δημογραφικών και οικονομικών παραγόντων της προσφοράς και της ζήτησης βασικών γεωργικών προϊόντων, προέβλεψε τις μεταβολές στις τοποθεσίες παραγωγής και κατανάλωσης και αξιολόγησε τις επακόλουθες αλλαγές στα διεθνή πρότυπα του εμπορίου γεωργικών προϊόντων.

    Μια αξιοσημείωτη αλλαγή που αναμένεται κατά την επόμενη δεκαετία είναι ο αυξανόμενος ρόλος της Ινδίας, της Νοτιοανατολικής Ασίας και της υποσαχάριας Αφρικής και ο φθίνων ρόλος που διαδραματίζει η Κίνα. Ενώ η Κίνα αντιπροσώπευε το 28% της αύξησης της παγκόσμιας κατανάλωσης γεωργίας και αλιείας την προηγούμενη δεκαετία, το μερίδιό της στην πρόσθετη ζήτηση κατά την επόμενη δεκαετία προβλέπεται να μειωθεί στο 11%, αποδιδόμενο όχι μόνο στη μείωση του πληθυσμού και την βραδύτερη αύξηση του εισοδήματος, αλλά και στη σταθεροποίηση των διατροφικών προτύπων.

    Η Ινδία και οι χώρες της Νοτιοανατολικής Ασίας αναμένεται να αντιπροσωπεύουν το 31% της παγκόσμιας αύξησης της κατανάλωσης έως το 2033, λόγω του αυξανόμενου αστικού πληθυσμού τους και της αυξανόμενης ευημερίας. Μεταξύ των περιοχών κυρίως χαμηλού εισοδήματος, η υποσαχάρια Αφρική αναμένεται να συνεισφέρει σημαντικό μερίδιο της πρόσθετης παγκόσμιας κατανάλωσης (18%), κυρίως λόγω της ζήτησης τροφίμων που οφείλεται στην αύξηση του πληθυσμού.

    Η συνολική γεωργική και αλιευτική κατανάλωση (ως τρόφιμα, ζωοτροφές, καύσιμα και άλλες βιομηχανικές πρώτες ύλες) προβλέπεται να αυξηθεί κατά 1,1% ετησίως κατά την επόμενη δεκαετία, με σχεδόν όλη την πρόσθετη κατανάλωση να προβλέπεται να συμβεί σε χώρες χαμηλού και μεσαίου εισοδήματος.

    Η πρόσληψη θερμίδων από τρόφιμα αναμένεται να αυξηθεί κατά 7% στις χώρες μεσαίου εισοδήματος, κυρίως λόγω της μεγαλύτερης κατανάλωσης βασικών προϊόντων, κτηνοτροφικών προϊόντων και λιπών. Η πρόσληψη θερμίδων στις χώρες χαμηλού εισοδήματος θα αυξηθεί κατά 4%, πολύ αργά για να επιτευχθεί ο στόχος της βιώσιμης ανάπτυξης για μηδενική πείνα έως το 2030.

    Η αύξηση της φυτικής παραγωγής προβλέπεται να προέλθει κυρίως από την αύξηση της παραγωγικότητας στην υπάρχουσα γη και όχι από την επέκταση της καλλιεργούμενης έκτασης, οδηγώντας σε μείωση της έντασης των παγκόσμιων εκπομπών αερίων του θερμοκηπίου (GHG) της γεωργίας.

    Ομοίως, σημαντικό ποσοστό της αύξησης της ζωικής και αλιευτικής παραγωγής αναμένεται επίσης να προκύψει από βελτιώσεις της παραγωγικότητας, αν και η επέκταση των κοπαδιών θα είναι επίσης συμβάλλουν στην αύξηση της παραγωγής. Ως εκ τούτου, οι άμεσες εκπομπές από τη γεωργία προβλέπεται να αυξηθούν κατά 5%.

    Παρά τις αναμενόμενες αυτές βελτιώσεις της παραγωγικότητας, ιδίως στις λιγότερο παραγωγικές χώρες της Αφρικής και της Ασίας, προβλέπεται να συνεχιστούν σημαντικά κενά παραγωγικότητας, θέτοντας υπό αμφισβήτηση τα γεωργικά εισοδήματα και την επισιτιστική ασφάλεια και αυξάνοντας τις απαιτήσεις των χωρών για εισαγωγές τροφίμων. Τα τεχνολογικά κενά, η περιορισμένη χρήση εισροών και οι φυσικές κλιματικές συνθήκες παραμένουν μερικοί από τους βασικούς παράγοντες που στηρίζουν τις ανισότητες στη γεωργική παραγωγικότητα.

    Η εύρυθμη λειτουργία των διεθνών αγορών βασικών γεωργικών προϊόντων θα παραμείνει σημαντική για την παγκόσμια επισιτιστική ασφάλεια, καθώς το 20% των θερμίδων αποτελεί αντικείμενο εμπορίας και τα αγροτικά μέσα διαβίωσης μπορούν να επωφεληθούν από τη συμμετοχή στις αγορές και τις παγκόσμιες αλυσίδες αξίας των γεωργικών προϊόντων διατροφής.

    Η ζήτηση δημητριακών προβλέπεται να συνεχίσει να καθοδηγείται από τη χρήση τροφίμων, ακολουθούμενη στενά από τη χρήση ζωοτροφών. Το 2033, το 41% όλων των δημητριακών θα καταναλώνεται απευθείας από τον άνθρωπο, το 36% θα χρησιμοποιείται ως ζωοτροφή, ενώ το υπόλοιπο θα μεταποιείται σε βιοκαύσιμα και άλλα βιομηχανικά προϊόντα.

    Οι προκλήσεις όσον αφορά την απόδοση προβλέπεται να συνεχιστούν για τους ελαιούχους σπόρους, με τους μεγάλους παραγωγούς να αντιμετωπίζουν αργή ανάπτυξη ή μείωση της απόδοσης, ιδίως στην Ινδονησία και τη Μαλαισία για το φοινικέλαιο, και στην Ευρωπαϊκή Ένωση και τον Καναδά για τους κραμβόσπορους.

    Το κρέας πουλερικών θα κυριαρχήσει στην ανάπτυξη του τομέα του κρέατος, κυρίως λόγω της σχετικής οικονομικής προσιτότητας και των αντιληπτών διατροφικών πλεονεκτημάτων του. Προβλέπεται να αντιπροσωπεύει το 43% των συνολικών πρωτεϊνών κρέατος που καταναλώνονται μέχρι το 2033. Το γάλα προβλέπεται να αυξηθεί κατά 1,6% ετησίως κατά την επόμενη δεκαετία, ταχύτερα από τα περισσότερα άλλα σημαντικά γεωργικά προϊόντα. Το μεγαλύτερο μέρος της ανάπτυξης θα συμβεί στην Ινδία και το Πακιστάν.

    Πάνω από το 85% της πρόσθετης προβλεπόμενης παραγωγής ψαριών θα προέλθει από την υδατοκαλλιέργεια, αυξάνοντας το μερίδιό της στην παγκόσμια παραγωγή ψαριών στο 55% έως το 2033.

    Πηγή: Etheas.gr

  • Κώστας Τσιάρας: Ενισχυμένα κίνητρα και προοπτικές για περαιτέρω ανάπτυξη της ιχθυοκαλλιέργειας
    Κώστας Τσιάρας: Ενισχυμένα κίνητρα και προοπτικές για περαιτέρω ανάπτυξη της ιχθυοκαλλιέργειας

    Καθοριστικός ο ρόλος των ευρωπαϊκών προγραμμάτων ΕΠΑΛΘ και ΠΑΛΥΘ ύψους άνω του 1 δισ. ευρώ

    Τις νέες προοπτικές που διανοίγονται στον τομέα της ιχθυοκαλλιέργειας από την υλοποίηση των ευρωπαϊκών προγραμμάτων ΕΠΑΛΘ και ΠΑΛΥΘ, τα οποία στο σύνολό τους ξεπερνούν το 1 δισ. ευρώ, επισήμανε ο υπουργός Αγροτικής Ανάπτυξης και Τροφίμων, Κώστας Τσιάρας, σε ομιλία του στο Συνέδριο για τις ιχθυοκαλλιέργειες, με θέμα «Προσδιορίζοντας ένα ανθεκτικό μέλλον», το οποίο διοργανώθηκε με την υποστήριξη του ΕΛΟΠΥ.

    Ο υπουργός σημείωσε ότι οι ιχθυοκαλλιέργειες δεν είναι «ο φτωχός συγγενής της αγροτικής πολιτικής», αλλά ένας ισότιμος και ισόβαθμος πυλώνας της αγροτικής οικονομίας, με ισχυρές προοπτικές περαιτέρω ανάπτυξης. Αυτό επιβεβαιώνεται από το ότι:

    • το 70%-80% των προϊόντων του κλάδου εξάγονται,
    • η συνεισφορά στο Εθνικό προϊόν ξεπερνά το 1 δισ. ευρώ,
    • τα ελληνικά προϊόντα του κλάδου βρίσκονται σταθερά στις δύο πρώτες θέσεις σε αξία εξαγωγών,
    • στον κλάδο δραστηριοποιούνται 750 επιχειρήσεις και
    • προσφέρεται εργασία σε περίπου 10.000 άτομα.

    Όπως σημείωσε ο Κώστας Τσιάρας, πέρα από την οικονομική του διάσταση, η προσφορά του κλάδου έχει και εθνική σημασία, καθώς οι επιχειρήσεις του δραστηριοποιούνται και σε απομακρυσμένες και παραμεθόριες περιοχές της χώρας, δημιουργώντας πολλές και καλά αμειβόμενες θέσεις εργασίας στην περιφέρεια.

    Το 70% – 80% των προϊόντων ιχθυοκαλλιέργειας εξάγονται

    Το «αγκάθι» του χωροταξικού

    Ο υπουργός σημείωσε ότι επιβάλλεται η ανάληψη δράσεων και πρωτοβουλιών που θα ενισχύσουν τις προοπτικές ανάπτυξης του κλάδου με κυριότερη την διαφανή και οριστική χωροθέτηση, που αποτελεί ίσως το σημαντικότερο αγκάθι στην περαιτέρω ανάπτυξη της ιχθυοκαλλιέργειας στη χώρα μας.

    «Η συνεργασία με το υπουργείο Περιβάλλοντος και Ενέργειας, που είναι και το επισπεύδον υπουργείο, το επόμενο χρονικό διάστημα πρέπει να ενταθεί, ώστε άμεσα να ολοκληρωθούν τα Προεδρικά Διατάγματα που απαιτούνται για την ολοκλήρωση του κανονιστικού πλαισίου και για τις υπόλοιπες ΠΟΑΥ (Περιοχές Ολοκληρωμένης Ανάπτυξης Υδατοκαλλιεργειών)», είπε.

    Ιδιαίτερη αναφορά έκανε στις νέες προκλήσεις που υπάρχουν και έχουν σχέση με τις νέες, δύσκολες, οικονομικές συνθήκες, την απουσία απλοποιημένου και σταθερού πλαισίου λειτουργίας του κλάδου, την κλιματική κρίση και τον αυξανόμενο ανταγωνισμό με τρίτες χώρες.

    Ανάπτυξη πρωτοβουλιών

    Για να αντιμετωπιστούν αυτές οι προκλήσεις τόνισε ότι απαιτούνται πρόσθετα κίνητρα και πρωτοβουλίες όπως:

    • η δημιουργία ισχυρών εμπορικών σημάτων,
    • η βελτίωση της υπάρχουσας τεχνογνωσίας μέσω της ενίσχυσης της έρευνας και της καινοτομίας,
    • η δυνατότητα ανάπτυξης φιλικότερων στο περιβάλλον μορφών και μεθόδων υδατοκαλλιέργειας και
    • η περαιτέρω ενίσχυση των επιχειρήσεων μέσω ενωσιακών και εθνικών προγραμμάτων.

    Η συμβολή της ΕΕ στην ιχθυοκαλλιέργεια

    Για την υλοποίηση αυτών των πολιτικών, υπάρχει η σημαντική υποστήριξη από το Επιχειρησιακό Πρόγραμμα Αλιείας και Θάλασσας 2014-2020, από το οποίο μέχρι 14 Ιουνίου 2024 είχαν γίνει πληρωμές ύψους 481.091.002 ευρώ, καλύπτοντας το 95,50% του προϋπολογισμού, αλλά και από το νέο πρόγραμμα «Αλιεία, Υδατοκαλλιέργεια και Θάλασσα 2021- 2027», προϋπολογισμού 519.637.180 ευρώ.

    Όπως σημείωσε ο κ. Τσιάρας από το Επιχειρησιακό Πρόγραμμα Αλιείας και Θάλασσας 2014-2020, μέχρι 14 Ιουνίου 2024, είχαν γίνει πληρωμές ύψους 481.091.002 ευρώ, καλύπτοντας το 95,50% του προϋπολογισμού, αλλά και από το νέο πρόγραμμα «Αλιεία, Υδατοκαλλιέργεια και Θάλασσα 2021-2027», προϋπολογισμού 519.637.180 ευρώ.

    Επίσης, στο πλαίσιο του ΠΑΛΥΘ 2021-2027, έχουν ήδη εκδοθεί 15 προσκλήσεις συνολικής δημόσιας δαπάνης 184.270.000, που αντιπροσωπεύουν το 35,46% της συνολικής δημόσιας δαπάνης. Επιπλέον δε, έχει ήδη ενεργοποιηθεί στο σύνολό της η Προτεραιότητα 3 «Ενθάρρυνση μιας βιώσιμης γαλάζιας οικονομίας σε παράκτιες και νησιωτικές περιοχές καθώς και σε περιοχές εσωτερικών υδάτων, και προώθηση της ανάπτυξης κοινοτήτων αλιείας και υδατοκαλλιέργειας», με βάση την οποία έχουν αξιολογηθεί 14 προτάσεις Στρατηγικών Τοπικής Ανάπτυξης, συνολικής δημόσιας δαπάνης 74.050.000 ευρώ.

    «Κλειδί» η οργάνωση Διεπαγγελματικής

    Ο υπουργός προέτρεψε τους ιχθυοκαλλιεργητές να συγκροτήσουν Διεπαγγελματική καθώς οι συγκεκριμένες Οργανώσεις αποτελούν τους επίσημους συνομιλητές της ΕΕ και δεσμεύθηκε για «έναν ανοιχτό δίαυλο ειλικρινούς συνεργασίας, ώστε να χαρτογραφήσουμε αναλυτικά όλα τα προβλήματα, προκειμένου να χαράξουμε έναν βατό οδικό χάρτη μεταρρυθμίσεων που θα δώσουν στον κλάδο την ευκαιρία που δικαιούται». Κλείνοντας δε, επισήμανε ότι με δεδομένη την πολιτική βούληση του ΥΠΑΑΤ και της κυβέρνησης για ενίσχυση του κλάδου «εναπόκειται στη δική μας συνεργασία η περαιτέρω ενίσχυση αυτής της θετικής πορείας».

    Πηγή: In.gr
  • Ελληνική ιχθυοκαλλιέργεια: Το νέο τοπίο και τα «αγκάθια» για τον κλάδο
    Ελληνική ιχθυοκαλλιέργεια: Το νέο τοπίο και τα «αγκάθια» για τον κλάδο

    Αντιμέτωπος με τρία σημαντικά ζητήματα βρίσκεται ο κλάδος της ελληνικής ιχθυοκαλλιέργειας, η οποία, ωστόσο, διατηρεί πρωταγωνιστικό ρόλο στις αγορές της ΕΕ.

    Το περασμένο έτος, η Ελλάδα παρήγαγε 120.000 τόνους μεσογειακών ειδών ιχθύων αξίας 685 εκατ. ευρώ, ενώ η αξία των εξαγωγών υπερέβη τα 572 εκατ. ευρώ, σύμφωνα με τα στοιχεία της ΕΛΟΠΥ, η οποία με 22 μέλη, εκπροσωπεί περίπου το 80% της ελληνικής παραγωγής και πραγματοποιεί εξαγωγές σε περίπου 40 χώρες.

    «Το 2023 ήταν άλλη μία ιδιαίτερη χρονιά. Είναι πολύ σημαντικό ότι διατηρήσαμε τη θέση μας ως ηγέτιδα δύναμη στην ΕΕ, τόσο σε επίπεδο παραγωγής όσο και σε επίπεδο των αγορών» επεσήμανε ο πρόεδρος της ΕΛΟΠΥ, Απόστολος Τουραλιάς, στο πλαίσιο συνέντευξης Τύπου με αφορμή το 3ο Συνέδριο Ιχθυοκαλλιέργειας με θέμα «Προσδιορίζοντας ένα ανθεκτικό μέλλον» που πραγματοποιείται στις 28 και 29 Ιουνίου.

    Αναφορικά με τις προκλήσεις που αντιμετωπίζει ο κλάδος, ο κ. Τουραλιάς ως πρώτο και κύριο χαρακτήρισε, την αύξηση του κόστους που συντελέστηκε μετά την ενεργειακή κρίση, η οποία ωστόσο αποτυπώθηκε στην αξία του τελικού προϊόντος, το 2023. Όπως εξήγησε, λόγω του ότι ο κύκλος εκτροφής ξεπερνά τους 18 μήνες, χρειάστηκε το συγκεκριμένο χρονικό διάστημα μέχρι η αύξηση να ενσωματωθεί πλήρως. «Το 2023 ήταν μία δύσκολη χρονιά, το κόστος αυξήθηκε κατά 22% σε σχέση με το 2020 – επί της ουσίας περίπου 1 ευρώ το κιλό» υπογράμμισε ο κ. Τουραλιάς.

    Τα προβλήματα της Avramar, οι εξελίξεις και οι επιπτώσεις

    Οι εξελίξεις που αφορούν στον μεγάλο παίκτη του κλάδου, την Αvramar, για την οποία το σχέδιο διάσωσης βρίσκεται σε εξέλιξη μετά την κατάθεση μη δεσμευτικών προσφορών από ενδιαφερόμενες εταιρείες και fund, προκειμένου μέσα από τη σχετική διαγωνιστική διαδικασία να αναδειχθεί ο προτιμητέος επενδυτής, αποτελεί το δεύτερο μεγάλο ζήτημα στο οποίο εστίασε ο κ. Τουραλιάς.

    Ο πρόεδρος της ΕΛΟΠΥ εμφανίστηκε αισιόδοξος στην παρούσα φάση για το γεγονός ότι υπάρχει ενδιαφέρον από υποψήφιους επενδυτές, ευελπιστώντας σε ένα «αίσιο τέλος» της υπόθεσης. Υπογράμμισε την ανάγκη, να τρέξουν πιο γρήγορα οι διαδικασίες καθώς και «όσοι εμπλέκονται σε αυτή, να επιδείξουν την απαιτούμενη σοβαρότητα για το θέμα που χειρίζονται, ώστε να βρεθεί η καλύτερη δυνατή λύση για την Avramar αλλά και για την ισορροπία σε ολόκληρο τον κλάδο».

    Όπως εξήγησε ο κ. Τουραλιάς, αυτή τη στιγμή, το θέμα της Αvramar δεν έχει επηρεάσει τον κλάδο ως προς το θέμα των τιμών, ωστόσο, οι επιπτώσεις εντοπίζονται κυρίως ως προς το άνοιγμα στους προμηθευτές αλλά και στο γεγονός ότι το τραπεζικό σύστημα, λόγω της Avramar, αντιμετωπίζει με επιφυλακτικότητα και τον υπόλοιπο κλάδο, σύμφωνα με τον ίδιο.

    Ο πρόεδρος της ΕΛΟΠΥ, τέλος, αναφέρθηκε και στο μείζον ζήτημα που απασχολεί εδώ και μία 15ετία περίπου, τον κλάδο και αφορά στον χωροταξικό σχεδιασμό και τις Περιοχές Οργανωμένης Ανάπτυξης Υδατοκαλλιεργειών. Ουσιαστικά, από το 2015 και έπειτα από δύο διαδοχικές παρατάσεις. έχουν ιδρυθεί μόνο 6 από τις 23 ΠΟΑΥ, με τον κ. Τουραλιά να εκτιμά ότι με ένα αισιόδοξο ''σενάριο'', μετά το τέλος και της τρίτης παράτασης τον Νοέμβριο, μπορούν να ανέλθουν στις 10. «Συνεχίζουμε να έχουμε πολύ αργή εξέλιξη» τόνισε, υπογραμμίζοντας πως το συγκεκριμένο ζήτημα αποτελεί το κατεξοχήν αναπτυξιακό εργαλείο της ελληνικής ιχθυοκαλλιέργειας προκειμένου να προχωρήσει στην επόμενη μέρα.

    Πηγή: Cnn.gr

Sites του Ομίλου

Αγ. Κυριακής 4 | Πύργος Ηλείας | Τηλ: 26210 30400 | Δημοσιογραφικό τμήμα: 6976 869414 | Εμπορικό Τμήμα: 6945 556212 | email: [email protected]

Μ.Η.Τ. 242102 | ΑΦΜ: 105224221 - ΔΟΥ Πύργου | Aρ.Γ.Ε.ΜΗ. 141319425000 | Ατομική Επιχείρηση | Ιδιοκτήτρια - διευθύντρια - διαχειρίστρια - δικαιούχος ονόματος τομέα: Δήμητρα Βέλμαχου | Διευθυντής σύνταξης: Γιάννης Σπυρούνης

Up & High Media & Productions

ilia live smallCopyright © 2011 - 2024 Ηλεία Live!.
Με την επιφύλαξη παντός δικαιώματος.

Μέλος του 
Μητρώο ΜΗ