Τι λένε στον ΟΤ άνθρωποι της αγοράς και της κτηνοτροφίας για τα σενάρια ανατιμήσεων στη φέτα
«Στην αναμπουμπούλα ο λύκος χαίρεται». Αυτή η λαϊκή ρήση επαληθεύεται στην περίπτωση του εθνικού μας προϊόντος της φέτας ΠΟΠ, η οποία με πρόσχημα την πανώλη των αιγοπροβάτων, κινδυνεύει για ακόμη μια φορά από τα φαινόμενα αισχροκέρδειας και νοθείας.
Η εμφάνιση της πανώλης των αιγοπροβάτων έχει «πυροδοτήσει» τις ανησυχίες για ανατιμήσεις στο κρέας και στα γαλακτοκομικά προϊόντα και ιδιαίτερα της φέτας. Όμως, κατά πόσο δικαιολογείται μια προσπάθεια αύξησης της τιμής της, την στιγμή μάλιστα, που γίνονται προσπάθειες από την μεταποίηση, η τιμή παραγωγού στην πρώτη ύλη, το γάλα, να μειωθεί;
Σύμφωνα με τους ανθρώπους της αγοράς, το εθνικό μας προϊόν η φέτα δεν διατρέχει κανένα πρόβλημα στην παραγωγή της. Ταυτόχρονα, όπως με νόημα σημειώνουν, δεν τίθεται καμία συζήτηση για αύξηση των τιμών, ούτε για επάρκεια, ενώ οποιαδήποτε ανατίμηση αυτή την περίοδο δεν δικαιολογείται. «Αν τυχόν δούμε ανατιμήσεις, τότε θα είναι αποτέλεσμα αισχροκέρδειας», λένε χαρακτηριστικά.
«Ανέκαθεν υπήρχε κίνδυνος για τη φέτα, ο οποίος όμως δεν προέρχεται από τις ασθένειες των ζώων, που δεν επιβαρύνουν την ανθρώπινη υγεία, αλλά από τις νοθείες και τα φαινόμενα αισχροκέρφειας»
Εντούτοις, από την ημέρα που «έσκασε» η είδηση για τη ζωονόσο, αυξάνονται οι φωνές των κτηνοτρόφων, που προειδοποιούν ότι αν δεν εντατικοποιηθούν οι έλεγχοι τότε θα ενταθούν φαινόμενα αισχροκέρδειας από επιτήδειους, με τελικό θύμα τον καταναλωτή.
Η φέτα κινδυνεύει από τη νοθεία
Η φέτα, ο «λευκός χρυσός» της χώρας μας είναι ένα προϊόν, το οποίο συνεισφέρει ετησίως περίπου 1 δισ. ευρώ, με το 65% της παραγωγής να κατευθύνεται στις αγορές του κόσμου. Για να συνεχιστεί όμως αυτή η δυναμική πορεία του εθνικού μας «θησαυρού» και να προστατευτεί από νοθείες και άλλες αθέμιτες πρακτικές, απαιτείται όπως χρόνια προειδοποιούν οι εκπρόσωποι του κτηνοτροφικού κλάδου, η θέσπιση ενός αυστηρού νομοθετικού πλαισίου, που θα λειτουργεί αποτρεπτικά.
«Ανέκαθεν υπήρχε κίνδυνος για τη φέτα, ο οποίος όμως δεν προέρχεται από τις ασθένειες των ζώων, που δεν επιβαρύνουν την ανθρώπινη υγεία, αλλά από τις νοθείες και τα φαινόμενα αισχροκέρφειας», τονίζει στον ΟΤ, ο αντιπρόεδρος της Πανελλήνιας Ένωσης Κτηνοτρόφων (ΠΕΚ) Δημήτρης Καμπούρης. «Κίνδυνος υπάρχει από τους γαλακτοβιομήχανους, που νοθεύουν το εθνικό μας προϊόν και φτιάχνουν διαφόρων λογιών τυριά, τα οποία ονομάζουν φέτα. Αυτός ο κίνδυνος υπήρχε πάντα και είναι μόνιμος», λέει χαρακτηριστικά.
Για τον κτηνοτροφικό κλάδο, η πανώλη των αιγοπροβάτων και τελευταία η ευλογιά των προβάτων αποτέλεσε το έναυσμα για να ξεδιπλωθεί το κουβάρι για το τι πραγματικά συμβαίνει και πώς παραμονεύουν τα φαινόμενα αισχροκέρδειας και νοθείας, που πλήττουν τόσο τους παραγωγούς όσο και τους καταναλωτές.
Όπως εξηγεί ο αντιπρόεδρος της ΠΕΚ, το διάστημα αυτό με την εμφάνιση των ζωονόσων αναδείχτηκε «η έλλειψη των ελέγχων τόσο στα κρέατα όσο και στα γαλακτοκομικά. Από αυτή ακριβώς την χαλάρωση των ελεγκτικών μέτρων προκύπτουν τα φαινόμενα αισχροκέρδειας και εκμετάλλευσης εις βάρος των παραγωγών και των καταναλωτών. Ελπίζουμε ότι απ’ όλη αυτή την περιπέτεια θα βγει και κάτι καλό. Να στελεχωθούν οι κτηνιατρικές και ελεγκτικές υπηρεσίες με το απαραίτητο προσωπικό και ενταθεί η κρατική επίβλεψη και έλεγχος».
«Πρακτικά» και «διαχειριστικά» τα προβλήματα που προέκυψαν στη συγκομιδή γάλακτος
Χωρίς προβλήματα η παραγωγή φέτας
Καθησυχαστικός για το μέγεθος των προβλημάτων που έχει δημιουργήσει η εξάπλωση της πανώλης των αιγοπροβάτων στην παραγωγή του εθνικού μας προϊόντος, τη φέτα ΠΟΠ, είναι από την πλευρά του και ο πρόεδρος του Συνδέσμου Ελληνικών Βιομηχανιών Γαλακτοκομικών Προϊόντων (ΣΕΒΓΑΠ) Χρήστος Αποστολόπουλος. Όπως χαρακτηριστικά είπε στον ΟΤ «αν δούμε απολύτως αριθμητικά το πρόβλημα τότε θα λέγαμε ότι δεν είναι σημαντικό, καθώς ο αριθμός των ζώων που έχουν επηρεαστεί είναι πολύ μικρός σε σχέση με το σύνολο. Τα 20.000 ζώα είναι ελάχιστος αριθμός, αν σκεφτεί κανείς ότι μόνο η Θεσσαλία διαθέτει 1 εκατ. αιγοπρόβατα».
Τα μόνα ίσως προβλήματα που μπορεί να εντοπίσει είναι τα πρακτικά, αυτά δηλαδή που προκύπτουν από την εφαρμογή των περιοριστικών μέτρων στη διακίνηση και συγκομιδή του γάλακτος. «Τα βυτία πηγαίνουν σε συγκεκριμένες περιοχές και κάθε φορά σε μία μόνο κτηνοτροφική μονάδα, όπου παίρνουν το γάλα και επιστρέφουν για απολύμανση. Αν το γάλα αυτό προέρχεται από προβληματική περιοχή τότε θα πρέπει να παστεριωθεί στην περιοχή εκείνη, ανεξάρτητα αν αυτό το γάλα το έχει αγοράσει κάποιος από άλλο νομό. Αυτά τα διαδικαστικά, τα οποία έχουν τεθεί για να περιορίσουν την μετάδοση αλλά δημιουργούν πρόβλημα και οικονομικό και χρονικό θα έλεγα. Και αυτό δημιουργεί μια αναστάτωση».
Την ίδια στιγμή, παρά το γεγονός ότι δεν υπάρχει καμία επίπτωση στο γάλα, ακόμα και αν χρησιμοποιηθεί από τα προσβεβλημένα ζώα για την παραγωγή γαλακτοκομικών προϊόντων, όπως επισημαίνει ο πρόεδρος του ΣΕΒΓΑΠ, υπάρχει πρόβλημα που δημιουργείται από την «παρανόηση και την ελλιπή πληροφόρηση».