Νέα μελέτη που βλέπει το φως της δημοσιότητας, καταγράφει το αρνητικό αντίκτυπο που μπορεί να έχει ο ύπνος στην ψυχική υγεία, όταν αυτός ξεκινά μετά τη μία το βράδυ.
Οι άνθρωποι που κοιμούνται αργά δηλαδή μετά τη 1 π.μ.- δεν αποικλείεται να έχουν μεγαλύτερο κίνδυνο να εμφανίσουν προβλήματα, είτε είναι πρωινοί είτε βραδινοί τύποι. Μάλιστα όπως διαπιστώνεται σε μελέτη παρατήρησης που διεξήγαγαν ερευνητές από το Imperial College του Λονδίνου στο Ηνωμένο Βασίλειο, ο κίνδυνος που ελοχεύει για την ψυχική υγεία, εμφανίστηκε ανεξάρτητα από τον προτιμώμενο χρόνο ύπνου, γνωστό και ως χρονότυπο.
Αναλυτικότερα η μελέτη διαπίστωσε ότι οι άνθρωποι που πέφτουν για ύπνο πριν από τη 1 π.μ. είναι γενικά πιο υγιείς ψυχικά, με λιγότερα αναφερόμενα περιστατικά ψυχικών, συμπεριφορικών και νευροαναπτυξιακών διαταραχών, κατάθλιψης και γενικευμένης αγχώδους διαταραχής. Τα ευρήματα αυτά έρχονται σε αντίθεση με προηγούμενες μελέτες που διαπίστωσαν ότι οι άνθρωποι που συμβαδίζουν με τον χρονότυπό τους τείνουν να είναι πιο υγιείς.
Οι ερευνητές παρακολούθησαν σχεδόν 73.888 άτομα με μέση ηλικία τα 63,5 έτη, εκ των οποίων το 56% ήταν γυναίκες. Οι συμμετέχοντες δήλωσαν πως κοιμόντουσαν κατά μέσο όρο, επτά ώρες τη νύχτα.
Ο επικεφαλής συγγραφέας της μελέτης Τζέιμι Ζάιτζερ, καθηγητής ψυχιατρικής και ιατρικής του ύπνου στο Πανεπιστήμιο του Στάνφορντ, αναφέρθηκε σε μια θεωρία που ονομάζεται «Το μυαλό μετά τα μεσάνυχτα», η οποία υποδηλώνει ότι ο εγκέφαλος λειτουργεί διαφορετικά αργά τη νύχτα, γεγονός που θα μπορούσε να έχει αντίκτυπο στην ψυχική υγεία.
«Πιστεύουμε ότι έχει να κάνει με το γεγονός ότι οι άνθρωποι βρίσκονται απομονωμένοι όταν μένουν ξύπνιοι αργά τη νύχτα, οπότε τους λείπουν οι προστατευτικές δικλείδες και η υποστήριξη που συνεπάγεται η κοινωνικοποίηση ή ακόμη και η γνώση ότι και κάποιος άλλος είναι ξύπνιος» εξήγησε ο ερευνητής στο Medical News Today.
Η θεωρία αυτή υποστηρίζεται από την επιστήμη του ύπνου, δήλωσε η Σάρα Γουόνγκ, επιστημονική συνεργάτης στο εργαστήριο Franks-Wisden στο Imperial College του Λονδίνου, η οποία δεν συμμετείχε στη νέα μελέτη).
Η επιστήμονας σημείωσε ότι οι άνθρωποι που πάνε για ύπνο αργά, δεν κοιμούνται αρκετά.
«Αυτό επηρεάζει ιδιαίτερα τον ύπνο ραγδαίων κινήσεων των ματιών (REM), ο οποίος εμφανίζεται περισσότερο κατά το δεύτερο μισό της νύχτας», δήλωσε.
«Ο ύπνος REM συνδέεται στενά με τη ρύθμιση της διάθεσης – δηλαδή, μικρότερη διαρκεια REM σημαίνει χειρότερη διάθεση – με τις αλλαγές στον ύπνο REM να θεωρούνται παράγοντας κινδύνου για πολλές νευροψυχιατρικές διαταραχές, όπως η κατάθλιψη, η γενική αγχώδης διαταραχή και το σύνδρομο μετατραυματικού στρες», εξήγησε η Γουόνγκ.
Ο ακριβής ρόλος της φάσης REM δεν είναι απολύτως σαφής, αλλά η Γουόνγκ εκτιμά ότι συνδέεται με τη διεγερσιμότητα του φλοιού, η οποία μπορεί να οδηγήσει σε γνωστική δυσλειτουργία και ενδεχομένως σε διεγερτοτοξικότητα, μια φλεγμονώδη διαδικασία που συμβάλλει στον κυτταρικό θάνατο.
Οι βέλτιστες ώρες ύπνου μπορεί να διαφέρουν
Ο Τζόναθαν Σεντέρνες, ερευνητής στο Τμήμα Ιατρικών Επιστημών- Μεταμοσχεύσεων και Αναγεννητικής Ιατρικής στο Πανεπιστήμιο της Ουψάλα στη Σουηδία, ο οποίος δεν συμμετείχε στη μελέτη, επεσήμανε τις επιπτώσεις των εποχιακών αλλαγών στον ύπνο.
«Εξαρτάται επίσης από το αν οι περιοχές έχουν υιοθετήσει την αλλαγή ώρας. Επομένως, μια συγκεκριμένη βέλτιστη ώρα ύπνου θα πρέπει πιθανώς να λαμβάνει υπόψη τόσο την εποχή όσο και τη ζώνη ώρας. Για παράδειγμα, ορισμένες περιοχές, όπως η Ισπανία και η Ισλανδία, δεν βρίσκονται ιδανικά μέσα στη ζώνη ώρας τους, και έτσι πολλές συμπεριφορές ύπνου-αφύπνισης είναι πολύ αργότερα σε αυτές περιοχές», εξήγησε ο Σεντέρνες.
Η μελέτη δημοσιεύθηκε στην επιστημονική επιθεώρηση «Psychiatry Research».
Πηγή: Cnn.gr